Επεισόδιο 22
ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Η Μαρλιέσσα Κέρενκοφ (μας λέει η Καλλιστώ) υπηρετούσε τους Παντοκρατορικούς παλιά, πριν από τον μεγάλο πόλεμο. Δεν είχε κι άλλη επιλογή, φυσικά. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας απαιτούσαν πλήρη συνεργασία από όλους τους χωροφύλακες, σε όλες τις πόλεις της Σεργήλης, και οι προδότες δεν είχαν καθόλου καλή μοίρα. Όταν όμως άρχισε ο μεγάλος πόλεμος, η Μαρλιέσσα – λοχίας της Χωροφυλακής της Θακέρκοβ πλέον – πήρε άλλο δρόμο. Μαζί με μερικούς άλλους χωροφύλακες, στράφηκε στην Επανάσταση, και εξυπηρετούσε τους επαναστάτες που μάχονταν μέσα στην πόλη και γύρω από αυτήν, στις όχθες του ποταμού Κάλμωθ και στους βόρειους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς. Είχε γνωρίσει, μάλιστα, και τον Έκτορα από κοντά, τον Πρόμαχο της Επανάστασης στη Θακέρκοβ.

Επικρατούσε χάος εκείνη την εποχή. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας σκότωναν ανελέητα όποιον υποπτεύονταν για αποστάτη μέσα στη Θακέρκοβ, παρακολουθούσαν εκατοντάδες τηλεπικοινωνιακές συνομιλίες καθημερινά, έμπαιναν σε πληροφοριακά συστήματα με τη βοήθεια μάγων του τάγματος των Τεχνομαθών, πολιορκούσαν τα μυαλά διάφορων ανθρώπων με τεχνικές των μάγων του τάγματος των Διαλογιστών, δηλητηρίαζαν όσους τους ενοχλούσαν αλλά δεν ήθελαν να φανεί πως τους σκότωσαν, δολοφονούσαν, απειλούσαν, εκβίαζαν. Και συγχρόνως, οδομαχίες διεξάγονταν συνεχώς στη Θακέρκοβ ανάμεσα σε επαναστάτες και Παντοκρατορικούς. Ακόμα και αεροσκάφη είχαν περάσει πάνω από την πόλη για να βομβαρδίσουν συγκεκριμένα οικήματα όπου συγκεντρώνονταν εχθροί των Παντοκρατορικών. Η Θακέρκοβ δεν ήταν καθόλου ασφαλές μέρος, τότε· ή, τουλάχιστον, πολύ λιγότερο ασφαλές μέρος απ’ό,τι είναι τώρα. Και έξω από την πόλη, αψιμαχίες και μεγαλύτερες μάχες ξεσπούσαν κάθε λίγο, στην ύπαιθρο, κοντά σε χωριά, σε κωμοπόλεις, στους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς, επάνω στα νερά του ποταμού Κάλμωθ. Διαρκώς ενισχύσεις έρχονταν από τη Ρελκάμνια, τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετές. Διαρκώς ενισχύσεις έρχονταν από την Απολλώνια, τη διάσταση του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, πρώην συζύγου της Παντοκράτειρας, απ’όπου είχε ξεκινήσει η Επανάσταση, αλλά ούτε αυτές ήταν ποτέ αρκετές. Εξοπλισμοί και πυρομαχικά καταναλώνονταν σχεδόν την ίδια ημέρα που έφταναν· άνθρωποι και ζώα σκοτώνονταν· οχήματα και μηχανισμοί καταστρέφονταν· ενεργειακές φιάλες και μπαταρίες εξαντλούνταν· οι μάγοι ποτέ δεν προλάβαιναν να υφαίνουν αρκετά ανιχνευτικά και προστατευτικά ξόρκια και μαγγανείες.

Η Μαρλιέσσα Κέρενκοφ είχε πάει σε μια αποστολή για την Επανάσταση κοντά στις όχθες του ποταμού Κάλμωθ. Μαζί με τους χωροφύλακες που γνώριζε πως ήταν επίσης αποστάτες εναντίον της Παντοκρατορίας, είχε ξεκινήσει για να κάνει ένα σαμποτάζ μέσα στη νύχτα. Οι Παντοκρατορικοί, όμως, τους περίμεναν. Ίσως κάποιος να τους είχε προδώσει· ή ίσως οι πράκτορες της Παντοκράτειρας να τους είχαν εντοπίσει· ή ίσως οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας να ήταν πιο προσεχτικοί απ’ό,τι είχαν υπολογίσει οι επαναστάτες. Όπως και να είχε, μόλις η Μαρλιέσσα και οι σύντροφοί της έφτασαν στο μέρος που έπρεπε να χτυπήσουν, βρέθηκαν μέσα σε διασταυρούμενα πυρά. Μέσα σε ενέδρα.

Και οι Παντοκρατορικοί δεν ήταν ικανοποιημένοι απλώς με το να τους απομακρύνουν. Τους καταδίωξαν καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να φύγουν, θέλοντας να τους εξολοθρεύσουν ώς τον τελευταίο. Σφαίρες και βόμβες εκτοξεύονταν καταπάνω στη Μαρλιέσσα και τους συντρόφους της, ενώ εκείνοι κάλπαζαν επάνω στα άλογά τους, υποχωρώντας. Ο ένας μετά τον άλλο, έπεφταν. Σκοτώνονταν. Αλλά η Μαρλιέσσα ήταν ζωντανή. Όταν και ο τελευταίος από τους συντρόφους της είχε χαθεί μέσα στην έκρηξη μιας βόμβας, εκείνη ήταν ακόμα ζωντανή και καβάλα στο γρήγορο άλογό της.

Δεν μπορούσε, όμως, να πάει προς τα εκεί όπου ήθελε· οι διώκτες της την υποχρέωναν να κατευθυνθεί προς τις όχθες του ποταμού Κάλμωθ. Όλες οι άλλες μεριές ήταν αποκλεισμένες: Αν επιχειρούσε να καλπάσει προς τα εκεί, ήταν βέβαιο πως σφαίρες θα τη θέριζαν ή φωτιά θα την έκαιγε. Όταν έφτανε στις όχθες, όμως, τι θα έκανε; Θα ήταν αποκλεισμένη.

Η Μαρλιέσσα πήδησε από τη σέλα του αλόγου της μόλις βρέθηκε κοντά στα ορμητικά νερά του ποταμού, ευχόμενη να μπορέσει να εντοπίσει κάποιο μέρος για να κρυφτεί, μέσα στα πυκνά σκοτάδια της νύχτας και στη βλάστηση. Οι Παντοκρατορικοί, φυσικά, ήταν στο κατόπι της, φωνάζοντας και φωτίζοντας με δυνατούς προβολείς.

Θα την έβρισκαν. Σίγουρα θα την έβρισκαν, και η Μαρλιέσσα δεν θα ήταν πια ζωντανή. Όμως στάθηκε τυχερή. Επάνω στην πλαγιά της όχθης, ανάμεσα από τα δέντρα και το χορτάρι, διέκρινε ένα άνοιγμα που της προκαλούσε μια παράξενη αίσθηση. Ήταν σαν μια κλειστή πόρτα που είχε ανοίξει αποκλειστικά για εκείνη.

Η Μαρλιέσσα πλησίασε και, κοιτάζοντας μέσα από το στόμιο, διέκρινε μια σπηλιά φωτιζόμενη από γαλανή ακτινοβολία. Και σύντομα συνειδητοποίησε ότι αυτή η γαλανή ακτινοβολία προερχόταν από το νερό στο έδαφος της σπηλιάς, όσο απίστευτο κι αν έμοιαζε.

Η Μαρλιέσσα πέρασε το άνοιγμα επιφυλακτικά αλλά χωρίς να διστάσει. Πού αλλού είχε, εξάλλου, να πάει; Ετούτη ήταν η καλύτερη κρυψώνα που είχε ώς τώρα συναντήσει.

Αμέσως κατάλαβε ότι ανέπνεε θερμό, πολύ θερμό, αέρα, και αισθανόταν σαν κάτι βαρύ να είχε απλωθεί γύρω της. Φοβήθηκε ότι ο αέρας ήταν μολυσμένος εδώ και στράφηκε πάλι στο στόμιο της σπηλιάς για να βγει – αλλά κανένα στόμιο δεν υπήρχε πια πίσω της.

Η Μαρλιέσσα καταράστηκε, απορώντας τι συνέβαινε. Και τότε είδε μια γυναικεία μορφή αποτελούμενη από μυριάδες άστρα να ξεπροβάλλει μέσα από ένα τοίχωμα της σπηλιάς.

Συνάντησε τη Λα’αρτάλερ’μπεθ, κι αισθάνθηκε αρχικά τρομαγμένη, νομίζοντας ότι βρισκόταν αντίκρυ σε κάποια δαιμόνισσα της Λόρκης. Η Λα’αρτάλερ’μπεθ, όμως, σύντομα την καθησύχασε, λέγοντάς της πως δεν ήξερε καν ποια ήταν αυτή η Λόρκη. Ήταν σημαντική;

«Δεν ξέρεις ποια είναι η Λόρκη;» είπε η Μαρλιέσσα. «Πώς είναι δυνατόν; Από πού είσαι;»

Η Λα’αρτάλερ’μπεθ τής αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να βγει από ετούτη την ενδοδιάσταση (έναν όρο που η Μαρλιέσσα είχε ξανακούσει μόνο ως παραμύθι, ή ως κάτι το τελείως θεωρητικό). Ήταν από τον Ενιαίο Κόσμο – όταν όλες οι διαστάσεις ήταν ένα – και τώρα που ο Ενιαίος Κόσμος είχε διαιρεθεί, η Λα’αρτάλερ’μπεθ δεν ήταν συμβατή πλέον. Αν έφευγε από εδώ θα καταστρεφόταν.

«Γιατί με έσωσες;» τη ρώτησε η Μαρλιέσσα.

Σε έσωσα; είπε η Λα’αρτάλερ’μπεθ. Από ποιους; Από τι;

«Από τους Παντοκρατορικούς, φυσικά. Με κυνηγούσαν.»

Η οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο τής εξήγησε, τότε, ότι δεν ήξερε τίποτα για τους Παντοκρατορικούς. Ήταν τελείως απομονωμένη στην ενδοδιάστασή της. Μπορούσε, όμως, να αισθανθεί κάποια πράγματα που συνέβαιναν γύρω από αυτήν, και είχε νιώσει τη Μαρλιέσσα να ζητά βοήθεια, να είναι απεγνωσμένη να κρυφτεί, να σωθεί. Έτσι, είχε δημιουργήσει ένα άνοιγμα στην ενδοδιάσταση μόνο για εκείνη.

Μην ανησυχείς Αυτοί οι Παντοκρατορικοί δεν θα σε βρουν εδώ, της είπε.

«Αν ψάξουν θα με βρουν. Θα εισβάλουν!» αποκρίθηκε η Μαρλιέσσα, μην έχοντας ακόμα καταλάβει πλήρως τι συνέβαινε.

Δεν μπορούν να εισβάλουν αν εγώ δεν θέλω να εισβάλουν Δεν θα δουν κανένα στόμιο σπηλιάς όταν πλησιάσουν Είσαι ασφαλής εδώ Μην ανησυχείς Πώς ονομάζεσαι;

Η Μαρλιέσσα τής απάντησε, κι έτσι έγιναν φίλες οι δυο τους, αν και η μία δεν μπορούσε παρά ελάχιστα να καταλάβει την άλλη. Η νόηση της Μαρλιέσσας ήταν πολύ περιορισμένη για τη Λα’αρτάλερ’μπεθ, και η νόηση της Λα’αρτάλερ’μπεθ ήταν πολύ περίπλοκη και εξωπραγματική για τη Μαρλιέσσα.

«Όταν ο πόλεμος με τους Παντοκρατορικούς τελείωσε,» λέει η Καλλιστώ, «και γνωριστήκαμε οι τρεις μας – εγώ, η Μαρλιέσσα, και η Θεώνη – η Μαρλιέσσα μάς έφερνε εδώ και μας εκπαίδευε. Έπρεπε να μας μάθει κάποια βασικά πράγματα για να μπορούμε να κάνουμε ό,τι είχαμε αποφασίσει να κάνουμε.»

«Να σκοτώνετε τυχαίους ανθρώπους;» λέω, επίτηδες καυστικά – θέλω να την προκαλέσω για να μου διηγηθεί περισσότερα.

Τα μάτια της γυαλίζουν επικίνδυνα. «Δεν είναι τυχαίοι αυτοί που απομακρύνουμε από τη Θακέρκοβ!»

«Τους ‘απομακρύνετε’;» γελά πονεμένα η Σαμάνθα, ακόμα ξαπλωμένη επάνω στο πέτρινο κρεβάτι, τραυματισμένη. «Ωραίο ορισμό έχετε!»

«Θα μπορούσαμε να σε αφήσουμε να πεθάνεις!» της λέει, απειλητικά, η Καλλιστώ.

«Και θα με αφήνατε, είμαι σίγουρη, αν ο Ζορδάμης δεν σας έλεγε ότι έτσι θα χαθεί και η Μαρλιέσσα.»

Θέλοντας να σταματήσω τον διαπληκτισμό τους, λέω: «Τι έγινε, λοιπόν; Σας έφερνε εδώ η Μαρλιέσσα και σας μάθαινε πώς να πολεμάτε; Με όλα τα όπλα; Ακόμα και με τα χέρια σας; Θα πρέπει να είναι καλή, πάντως, αν κρίνω από το πώς πολεμάτε τώρα.» Και η έκφραση στο πρόσωπό μου ελπίζω να της δίνει θετικά σημάδια για να ηρεμήσει: σημάδια ότι δεν είμαι πραγματικά εχθρός της και ότι, κατά βάθος, θαυμάζω εκείνη και τις άλλες δύο. Όχι πως είναι τελείως ψέμα αυτό που λέω· πράγματι, πολεμάνε καλά οι δαιμονισμένες. Σαν κόρες της Λόρκης.

Ένα λοξό μειδίαμα παρουσιάζεται στα χείλη της Καλλιστώς. «Η Μαρλιέσσα είναι καλή, όντως,» αποκρίνεται. «Αλλά δεν ευθύνεται μόνο εκείνη για τις ικανότητές μας.»

«Τι εννοείς;»

«Σ’αυτή την ενδοδιάσταση, όπως θα μπορείς να αισθανθείς, υπάρχει μια… παρουσία. Την αποκαλούμε ‘αναπνοή της Λα’αρτάλερ’μπεθ’.» Ρίχνει μια ματιά στην οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο, η οποία μένει σιωπηλή. «Σε βοηθά να αναπτύξεις μια αίσθηση πέρα από τις συνηθισμένες πέντε αισθήσεις.»

«Θες να πεις ότι νιώθετε αυτό το πράγμα και έξω από την ενδοδιάσταση;»

«Όχι. Φυσικά και όχι. Δεν υπάρχει η αναπνοή της Λα’αρτάλερ’μπεθ έξω από την ενδοδιάσταση. Όταν όμως εκπαιδεύεσαι στη μάχη για κάμποσο καιρό εδώ μέσα, αρχίζεις να αναπτύσσεις μια αίσθηση που σε προειδοποιεί για τις κινήσεις των άλλων λίγο προτού τις κάνουν. Δε μπορώ να σ’το εξηγήσω καλύτερα. Δεν είναι ότι είμαστε μάντισσες, ότι ξέρουμε ακριβώς τι θα κάνει ο άλλος. Όμως… έχουμε μια αίσθηση. Και μπορούμε να αντιδράσουμε, ίσως, πιο γρήγορα στον κίνδυνο. Νομίζω πως αυτό μάς δίνει ένα μικρό πλεονέκτημα σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους.» Ανασηκώνει τους ώμους της, σαν να μην είναι και κάτι το τόσο σπουδαίο.

«Πού είναι η ενδοδιάσταση;» τη ρωτάω. «Πού στις όχθες του ποταμού Κάλμωθ; Βόρεια της Θακέρκοβ; Νότια;»

«Βόρεια της Θακέρκοβ, στις νότιες όχθες του ποταμού. Και τώρα θα απαντήσεις εσύ σε μια ερώτηση που ακόμα δεν μου έχεις απαντήσει, Ζορδάμη.»

«Τι ερώτηση;»

«Γιατί η Σιδηρά Δυναστεία σάς έβαλε να βρείτε την Πριγκίπισσα της Οργής;»

Κοιτάζω τη Σαμάνθα, προς στιγμή, και τα μάτια της είναι σαν να μου λένε: Μη λες πολλά, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! Μη λες πολλά!

Στρέφομαι στην Καλλιστώ. «Απλώς πήραμε αυτή τη διαταγή.»

«Ποιος έδωσε τη διαταγή;»

Γελάω, δείχνοντας αληθινά διασκεδασμένος. «Νομίζεις ότι ξέρουμε από πού έρχονται οι διαταγές μας; Σου εξήγησα πώς λειτουργεί η Δυναστεία, δεν σου εξήγησα;»

Μοιάζει να με πιστεύει (της λέω, όντως, αλήθεια εξάλλου – εν μέρει, τουλάχιστον). «Γιατί όμως τώρα; Γιατί όχι πιο πριν;»

«Δεν ξέρω,» ψεύδομαι με τρόπο που μοιάζει να μην ψεύδομαι.

Τα μάτια της στενεύουν. «Είσαι πολύ καλός ψεύτης, τελικά.»

«Τι εννοείς;» Η έκφρασή μου είναι τελείως αθώα.

Κάνει να με χτυπήσει με τη γαντοφορεμένη γροθιά της, αλλά πιάνω το χέρι της προτού έρθει σε επαφή με το πρόσωπό μου. «Αρκετά!»

«Μη μ’αγγίζεις!» γρυλίζει αμέσως, και με σπρώχνει. «Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω γιατί τώρα και όχι πιο πριν;»

«Διαφώτισέ με, τότε.»

«Εξαιτίας του Άρη Νυχταστέρη. Έτσι δεν είναι;»

Την κοιτάζω αθώα. «Ίσως. Δεν ξέρω.»

Παραδίπλα, ακούω τη Σαμάνθα να αναστενάζει. «Πότε θα επιστρέψει η Θεώνη;» ρωτά. Έχει προ πολλού σκίσει ένα κομμάτι από τα ρούχα της για να το δέσει, ως πρόχειρο επίδεσμο, γύρω από τον τραυματισμένο μηρό της· και σίγουρα πονά, δεν προσποιείται.

Η Καλλιστώ την αγνοεί. «Σιγά που δεν ξέρεις,» μου λέει. «Απλώς είσαι καλός ψεύτης. Θα το έχω υπόψη μου αυτό.»

Γαμήσου, σκέφτομαι. Τώρα θα με υποπτεύεται συνέχεια, η τρισκατάρατη δημοσιογράφος της Λόρκης!

«Εξαιτίας του Άρη Νυχταστέρη μάς κυνηγάτε,» λέει η Καλλιστώ. «Άκουσα τον πατέρα του, τον Κύριλλο, να ορκίζεται ότι θα βρει την Πριγκίπισσα της Οργής. Είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας;»

Η Σαμάνθα είμαι βέβαιος πως τώρα είναι εξοργισμένη μαζί μου, αλλά ευτυχώς δεν την ακούω να μιλά. «Τι να σου πω; Αν είναι, εγώ δεν το ξέρω. Ποιος νομίζεις ότι είμαι, Καλλιστώ; Ο τελευταίος των τελευταίων μέσα στη Δυναστεία!»

«Και με καλό λόγο,» προσθέτει η Σαμάνθα. Τι θέλει και μιλά, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ;

Αναπόφευκτα, τα λόγια της τραβάνε την προσοχή της Καλλιστώς. «Εσύ ξέρεις περισσότερα, υποθέτω.»

Η Σαμάνθα ρουθουνίζει. «Και να ξέρω δεν πρόκειται να σου πω. Εσύ χρειάζεσαι εμάς, όχι το αντ– ΑΑΑ!» Η Καλλιστώ χτυπά με τη γροθιά της το τραύμα της Σαμάνθας κι εκείνη τραντάζεται πάνω στο πέτρινο κρεβάτι, διπλώνεται. «Αααααοοοοο…! Ο, ο, οοχχχ… –Γαμημένη σκρόφα της Λόρκης!» Τα μάτια της στραφταλίζουν οργισμένα πίσω από δάκρυα, τα δόντια της τρίζουν.

Η Καλλιστώ υψώνει ξανά τη γροθιά της, αλλά παρεμβαίνω αρπάζοντάς την από τον καρπό. Στρέφεται αμέσως, κάνοντας να με κλοτσήσει χαμηλά. Πετάγομαι πίσω ενώ, συγχρόνως, την τραβάω. Παραπατάμε μέσα στα νερά του δωματίου. Αισθάνομαι την αναπνοή μου να καίει· η παράξενη παρουσία αναδεύεται παντού γύρω μας. Η Λα’αρτάλερ’μπεθ όμως δεν κινείται· μας παρατηρεί μονάχα.

Η Καλλιστώ τραβά ένα πιστόλι. «Δεν έπρεπε να σε είχα λύσει.»

Η Θεώνη, τότε, μπαίνει στο δωμάτιο, και υψώνει κι εκείνη ένα πιστόλι. «Τι συμβαίνει;» φωνάζει. «Σου επιτέθηκε;»

«Δεν της επιτέθηκα,» εξηγώ. «Χτυπούσε τη Σαμάνθα.»

Η Θεώνη ρίχνει μια ματιά στη Σαμάνθα – της οποίας η όψη μάλλον φανερώνει ότι λέω αλήθεια. «Καλλιστώ;»

Η Καλλιστώ κατεβάζει το πιστόλι της. «Αν με ξαναγγίξεις θα σε σκοτώσω,» με απειλεί.

Στρέφομαι στη Θεώνη. «Έφερες επιδέσμους και τα λοιπά;»

Εκείνη θηκαρώνει το δικό της πιστόλι και υψώνει έναν σάκο. «Ναι.»

*

Δεν είναι εύκολη διαδικασία να βγάλουμε τη σφαίρα από τον μηρό της Σαμάνθας. Της κάνω μια παυσίπονη ένεση στο πόδι και μετά, χρησιμοποιώντας ένα κοφτερό νυστέρι, διευρύνω το τραύμα για να μπορέσω να πιάσω το μικρό βλήμα και να το τραβήξω έξω. Θαυμάζω την ψυχραιμία της, σε κάποια στιγμή, καθώς παραμένει ξαπλωμένη, ακίνητη, κοιτάζοντας το ταβάνι και δίνοντάς μου γενικές οδηγίες για το πώς να δουλέψω. Μου είπε κάποτε ότι δεν είναι γιατρός, αλλά σίγουρα ξέρει πώς να περιποιείται τραύματα.

Τελειώνοντας, ποτίζω την πληγή της με αντισηπτικό και τη δένω με επίδεσμο. Η Σαμάνθα ανασηκώνεται πάνω στο πέτρινο κρεβάτι και υφαίνει κάποιο ξόρκι κρατώντας το χέρι της κοντά στον τραυματισμένο μηρό της. Μετά λέει: «Εντάξει.»

«Τι εντάξει;» ρωτάω.

«Δεν υπάρχει μόλυνση.» Και προσθέτει: «Τώρα πρέπει να περιποιηθούμε και τον Ύαν.»

«Θα τον περιποιηθούμε,» λέει η Θεώνη, «αλλά δεν θα του μιλήσετε καθόλου γι’αυτά που συζητήσαμε. Αν του μιλήσετε, θα έχετε όλοι σας πολύ κακό τέλος.»

Θέλουν να διασταυρώσουν αν τους είπαμε αλήθεια, σκέφτομαι. «Εντάξει,» αποκρίνομαι. «Κανένα πρόβλημα.»

Υποστηρίζω τη Σαμάνθα για να σηκωθεί από το πέτρινο κρεβάτι, και η Καλλιστώ και η Θεώνη μάς οδηγούν, μέσω ενός ανοίγματος, έξω από αυτή τη σπηλιά, σε ένα μικρό πέρασμα και σε μια άλλη σπηλιά. Η οποία είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη. Ακόμα και η Λα’αρτάλερ’μπεθ (που δεν μας ακολούθησε) βρίσκεται εδώ.

Ο Ύαν είναι δεμένος στον τοίχο, όπως ήμουν εγώ, με κρίκους στους καρπούς του – κρίκους που η οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο μπορεί, προφανώς, να κάνει κατά βούληση να εμφανιστούν και να εξαφανιστούν. Το μαυρόδερμο σώμα του είναι γυμνό· φορά μονάχα το παντελόνι του. Τα μαβιά μάτια του μου μοιάζουν πιο δαιμονικά από παλιότερα, έτοιμα να καταβροχθίσουν λεγεώνες ψυχών. Ο αριστερός του βραχίονας είναι γεμάτος αίμα.

Μόλις μας βλέπει λέει: «Μα τα παπάρια του Κάρτωλακ κι όλων των διεστραμμένων θεών! Τι σκατά συμβαίνει εδώ; Νόμιζα ότι ήμουν μόνος μ’αυτή τη δαιμόνισσα! Αναρωτιόμουν αν, ίσως, είμαι νεκρός, αν έτσι είναι μετά το θάνατο.»

«Δεν είσαι νεκρός,» του λέω. «Όχι ακόμα.»

Η Σαμάνθα τον πλησιάζει για ν’αγγίξει το πρόσωπό του και να τον φιλήσει γρήγορα στα χείλη. (Ζηλεύω λιγάκι. Εμένα δεν μου έκανε τέτοιες χαρές, παρότι έβγαλα σφαίρα από μέσα της!) «Μην ανησυχείς. Είναι ενδοδιάσταση εδώ, και βρισκόμαστε στα χέρια τριών–»

«Σκασμός!» φωνάζει η Καλλιστώ. «Δεν του μιλάτε! Το συμφωνήσαμε. Αλλιώς θα πεθάνετε κι οι τρεις!»

Η Σαμάνθα την αγριοκοιτάζει αλλά μένει σιωπηλή.

«Ελευθέρωσέ τον,» λέω στη Λα’αρτάλερ’μπεθ. «Δεν μπορούμε να τον περιποιηθούμε έτσι.»

Τα δεσμά στα χέρια του εξαφανίζονται, βυθίζονται στις πέτρες του τοίχου, και ο Ύαν παραπατά μέσα στο χαμηλό νερό της σπηλιάς. Χωρίς καθυστέρηση, εγώ και η Σαμάνθα φροντίζουμε το τραύμα του, ζητώντας του να μη μας κάνει ερωτήσεις. Βγάζουμε τη σφαίρα από μέσα του και δένουμε την πληγή. Η Σαμάνθα τον ελέγχει, με τη μαγεία της, για μόλυνση και δεν εντοπίζει κανέναν κίνδυνο. «Είσαι τυχερός,» του λέει, «όπως κι εγώ. Τόση ώρα έπρεπε ήδη να μας είχαν περιποιηθεί.»

«Ελάτε μαζί μας τώρα,» προστάζει η Θεώνη. «Τελειώσατε μαζί του.»

«Μια στιγμή!» λέει ο Ύαν. «Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Τι–;»

Η Καλλιστώ τον σημαδεύει με το πιστόλι της. «Πίσω στον τοίχο. Η πλάτη σου στον τοίχο! Τώρα.»

Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά στον Ύαν, κι εκείνος υπακούει.

«Τα χέρια σου επάνω,» προστάζει η Καλλιστώ. Ο Ύαν υπακούει πάλι, και κρίκοι ξεπροβάλουν από τις πέτρες του τοίχου για να παγιδέψουν τους καρπούς του.

«Θα ξανάρθουμε για σένα,» του λέει η Σαμάνθα. «Δε θα σ’αφήσουμε.»

Εκείνος δεν μιλά.

Ακολουθούμε τις Πριγκίπισσες στην προηγούμενη σπηλιά, και συζητάμε τώρα μαζί τους τι θα κάνουμε σχετικά με τη Μαρλιέσσα. Μας ρωτάνε πώς σκοπεύουμε να την ελευθερώσουμε. Πρέπει να πάμε ξανά στο αρχηγείο των Ακανόνιστων, έτσι δεν είναι;

Η Σαμάνθα διαβεβαιώνει πως, όντως, έτσι είναι. «Και χρειαζόμαστε, επίσης, κάποιον μάγο του τάγματος των Ερευνητών, για να ανοίξει τη χωροχρονική αναδίπλωση μέσα στην οποία είναι παγιδευμένη η Μαρλιέσσα.»

«Νομίζεις ότι θάναι εύκολο να μπούμε στο αρχηγείο τους;» λέει η Θεώνη. «Ειδικά τώρα… τώρα θα είναι αδύνατο.»

«Όχι αν είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε κατά μέτωπο επίθεση.»

Η Θεώνη και η Καλλιστώ την κοιτάζουν με δυσπιστία, καθώς εκείνη είναι καθισμένη στο πέτρινο κρεβάτι.

«Η Σιδηρά Δυναστεία έχει πολλές δυνάμεις,» εξηγεί η Σαμάνθα. «Μπορώ να καλέσω ανθρώπους να πολεμήσουν για εμάς. Ίσως να μη γίνει μέσα σε μια μέρα, αλλά θα τους συγκεντρώσω.»

Η Καλλιστώ λέει: «Αφού έχετε τέτοια μέσα στη διάθεσή σας, ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα κάνετε κάποιο κόλπο για να μας συλλάβετε ή να μας σκοτώσετε μόλις σας βγάλουμε από εδώ.»

«Θα είστε μαζί μας.»

«Δε νομίζω πως αυτό είναι αρκετό. Αν έχεις τη δυνατότητα να καλέσεις τόσους μισθοφόρους όσους ισχυρίζεσαι, αυτοί οι μισθοφόροι μπορούν άνετα να στραφούν εναντίον μας. Ίσως να πάμε στους Ακανόνιστους, να ελευθερώσουμε τη Μαρλιέσσα, και μετά να μας συλλάβετε και τις τρεις.»

Μάλλον αυτό είναι το σχέδιο της Σαμάνθας, σκέφτομαι, αλλά φυσικά σιωπώ.

Δυστυχώς, και η Σαμάνθα σιωπά. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι είναι σαν να επιβεβαιώνει τα λόγια της Καλλιστώς; Αλλά, από την άλλη, βέβαια, τι να πει; Εμπιστευτείτε μας; Δεν πρόκειται να σας πουλήσουμε; Θα ήταν αστείο! Προφανώς και δεν μπορούν να μας εμπιστευτούν.

Η Καλλιστώ ρωτά: «Πώς αλλιώς μπορούμε να ελευθερώσουμε τη Μαρλιέσσα;»

«Δε νομίζω ότι γίνεται αλλιώς, Καλλιστώ,» απαντά η Σαμάνθα. «Αν δεν μας βγάλεις από εδώ, η Μαρλιέσ–»

«Σταμάτα τις απειλές! Δεν είσαι σε θέση να μας απειλείς.»

«Δε σας απειλώ· σας λέω απλά την αλήθεια.»

Η Καλλιστώ μοιάζει διχασμένη. Απεγνωσμένη.

Η Θεώνη είναι φανερά προβληματισμένη, αλλά λέει: «Αν μπορούσαμε κάπως να βεβαιωθούμε ότι δεν θα μας προδώσετε όταν σας βγάλουμε από εδώ…»

Αυτό, λέει η Λα’αρτάλερ’μπεθ ξαφνιάζοντάς μας όλους, εύκολα κανονίζεται Θεώνη Μπορώ να το φροντίσω εγώ προσωπικά Θα τους ρυθμίσω έτσι ώστε να αυτοκαταστραφούν αν επιχειρήσουν να κάνουν κάτι εναντίον σας ή αν προσπαθήσουν να αποκαλύψουν με οποιονδήποτε τρόπο ποιες είστε

«Τι εννοείς ότι θα μας ρυθμίσεις;» ρωτάω αμέσως, γιατί είναι αλήθεια ότι τη φοβάμαι. «Τι εννοείς ότι θα αυτοκαταστραφούμε;»

Θα σας ρυθμίσω Θα κάνω κάποιες μικρές αλλαγές επάνω σας

«Δε θέλουμε αλλαγές επάνω μας!» φωνάζει η Σαμάνθα, μοιάζοντας κι εκείνη τρομαγμένη.

Δεν θα πάθετε κακό αν δεν προδώσετε την Καλλιστώ τη Θεώνη ή τη Μαρλιέσσα και αν δεν προσπαθήσετε να αποκαλύψετε ποιες είναι και τι κάνουν

«Κι αν το προσπαθήσουμε;» ρωτάω.

Θα αυτοκαταστραφείτε

«Δηλαδή;»

Η ίδια σας η ενεργειακή φύση θα αποσυνθέσει το σώμα και το πνεύμα σας

«Δε μ’αρέσει καθόλου αυτό,» δηλώνει η Σαμάνθα, με λιγάκι πανικόβλητο τόνο στη φωνή της, οφείλω να παρατηρήσω. «Δε συμφωνούμε μ’αυτό!»

«Δε σας ρωτάμε αν συμφωνείτε,» της λέει η Καλλιστώ.

Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως, προειδοποιεί η Λα’αρτάλερ’μπεθ.

«Τι πρόβλημα;» ρωτά η Θεώνη.

Η ρύθμισή μου δεν θα κρατήσει για πάντα Ο κόσμος μου είναι μόνο αυτή η ενδοδιάσταση Όταν βγουν από εδώ η επιρροή μου επάνω τους θα αρχίσει αμέσως να φθείρεται Στο τέλος θα σπάσει τελείως

«Πόσο χρόνο θα έχουμε; Ώρες; Μέρες; Μήνες;»

Μήνες δεν νομίζω έτσι όπως μου έχετε εξηγήσει πως κυλά ο χρόνος στη Σεργήλη Μέρες πιθανολογώ Θεώνη Δύο ή τρεις

Η Καλλιστώ λέει στη Σαμάνθα: «Ελπίζω να μπορείς σε δυο μέρες να ελευθερώσεις τη Μαρλιέσσα. Αν όχι, είσαι νεκρή. Κι οι τρεις σας είστε νεκροί.»

Η όψη της Σαμάνθας είναι οργισμένη και τρομαγμένη, συγχρόνως. Ξεροκαταπίνει, χωρίς να δώσει απάντηση.

Όταν η Μαρλιέσσα είναι ελεύθερη, λέει η Λα’αρτάλερ’μπεθ, θα πρέπει να φύγετε από τη Θακέρκοβ εκτός αν σκοτώσετε αυτούς τους τρεις–

«Αυτό θα είναι το ευχαριστώ;» λέει απότομα η Σαμάνθα. «Θα μας σκοτώσετε που βοηθήσαμε τη φίλη σας;»

«Εσείς την παγιδέψατε εξαρχής!» γρυλίζει η Καλλιστώ, και μοιάζει να συγκρατείται απ’το να χτυπήσει ξανά τη Σαμάνθα.

Η Λα’αρτάλερ’μπεθ συνεχίζει, ήρεμα: Αλλά δεν νομίζω να σας αφήσουν να τους σκοτώσετε Φαίνονται πολύ προσεχτικοί επιτήδειοι και επίβουλοι

(Ευχαριστούμε για τη φιλοφρόνηση, περίεργη δαιμόνισσα που βλέπεις τους ανθρώπους σαν παιχνίδια σου, σκέφτομαι.)

Θα πρέπει να φύγετε από τη Θακέρκοβ Αλλά καθώς φεύγετε ελάτε πρώτα σ’εμένα και θα σας δώσω ένα πολύ σημαντικό δώρο Μην το ξεχάσετε

«Δε θα το ξεχάσουμε, Λα’αρτάλερ’μπεθ,» υπόσχεται η Θεώνη.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.