Επεισόδιο 17
Ο ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΑΣΤΗΣ

Προτού καν επιστρέψουμε στο καινούργιο μας σπίτι, ενώ ακόμα οδηγούσα μέσα στους δρόμους της Θακέρκοβ κι επάνω στη γέφυρα που συνδέει τις όχθες του ποταμού Κάλμωθ (την Τρίτη Γέφυρα, όπως ονομάζεται), διαπληκτιζόμασταν ήπια με τη Σαμάνθα σχετικά με το αν πρέπει να πάμε στο Λημέρι, στο αρχηγείο αυτών των Ακανόνιστων, για να βοηθήσουμε την Καλλιστώ και (αν όντως βρίσκεται εκεί) τη Μαρλιέσσα Κέρενκοφ. Εγώ έλεγα ότι πρέπει να πάμε, επειδή δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο που να οδηγεί προς την κατεύθυνση της Πριγκίπισσας· κι αν χάσουμε και την Καλλιστώ, τελείωσε. Τι θα κάνουμε; Τι θα περιμένουμε; Να γίνει ο επόμενος φόνος; Κι όταν γίνει, ποιος μας εγγυάται ότι θα υπάρχουν περισσότερα ίχνη εκεί από ό,τι υπήρχαν στον φόνο του Άρη Νυχταστέρη; Μέχρι στιγμής κανένας δεν έχει εντοπίσει την Απρόσωπη.

Η Σαμάνθα, όμως, ήταν σκεπτική. Το θεωρούσε παράτολμο και παράλογο να πάμε στο Λημέρι.

Και ακόμα το ίδιο ισχυρίζεται, καθώς έχουμε επιστρέψει στο διαμέρισμά μας στη Μικρόπολη. «Συνεχίζεις να λες σαχλαμάρες!» μου λέει. «Ξέρεις τι προτείνεις; Να κάνουμε ολόκληρη επιχείρηση διάσωσης για μια γυναίκα που δεν ξέρουμε αν έχει καν καμία χρησιμότητα για εμάς!»

«Για δύο γυναίκες,» της θυμίζω.

«Το αν η Μαρλιέσσα Κέρενκοφ εξακολουθεί να είναι ζωντανή, ή ακόμα και αιχμάλωτη των Ακανόνιστων, είναι αμφιλεγόμενο.»

«Η Θεώνη, πάντως, φαίνεται να το πιστεύει. Φαίνεται να πιστεύει πως η Καλλιστώ γι’αυτό πήγε στις περιοχές των Ακανόνιστων: επειδή ανακάλυψε ότι–»

«Δεν έχει σημασία! Αυτή η λοχίας είναι τελείως άσχετη με την αναζήτησή μας, Ζορδάμη!» Η Σαμάνθα μοιάζει τσαντισμένη μαζί μου καθώς βηματίζει μέσα στο καθιστικό.

«Η Καλλιστώ, όμως, δεν είναι.»

«Αυτό το θέμα,» μου λέει η Σαμάνθα σταματώντας να βαδίζει και αντικρίζοντάς με, «πρέπει να το αναλάβει η Χωροφυλακή. Εξαρχής έπρεπε να το είχε αναλάβει η Χωροφυλακή. Το γεγονός ότι αυτές οι δύο – η Θεώνη και η Καλλιστώ – σκέφτηκαν μόνες τους να–»

«Και δε σε παραξενεύει;» τη διακόπτω. «Δε σε παραξενεύει, κατά πρώτον, το όλο σκεπτικό τους και, κατά δεύτερον, το γεγονός ότι η Καλλιστώ αποφάσισε να ντυθεί σαν την Πριγκίπισσα της Οργής;»

Η Σαμάνθα αναστενάζει και δεν μιλά – μάλλον επειδή δεν μπορεί να διαφωνήσει μαζί μου.

«Ακόμα μια σύμπτωση με την Καλλιστώ και την Πριγκίπισσα,» τονίζω.

«Δεν είναι σύμπτωση με την Πριγκίπισσα· απλώς ντύθηκε σαν–»

«Ποια συνηθισμένη γυναίκα θα το έκανε αυτό, Σαμάνθα; Ποια συνηθισμένη δημοσιογράφος; Θα περνούσε καν απ’το μυαλό της, νομίζεις; – να ντυθεί σαν την Πριγκίπισσα της Οργής; Υπάρχουν άνθρωποι σε τούτη την πόλη που τη θεωρούν δαιμόνισσα της Λόρκης, μα τους θεούς!»

Η Σαμάνθα με κοιτάζει με τα χείλη σουφρωμένα.

«Επιπλέον, ποια συνηθισμένη γυναίκα θα πήγαινε να κάνει από μόνη της τέτοια διάσωση ούτως ή άλλως;» συνεχίζω. «Σου μοιάζει λογικό; Πες μου.»

«Όχι,» παραδέχεται η Σαμάνθα, «δεν είναι λογικό.»

«Κάτι περίεργο συμβαίνει με την Καλλιστώ Μερκάθη,» λέω. «Μπορεί, τελικά, αυτή να είναι η Πριγκίπισσα της Οργής.»

«Αποκλείεται! Ήταν μαζί με τον Άρη Νυχταστέρη όταν η Πριγκίπισσα τον–»

«Μαζί του – επειδή, ίσως, ήταν η ίδια η Πριγκίπισσα!»

«Αποκλείεται, Ζορδάμη!» επιμένει η Σαμάνθα. «Η Πριγκίπισσα έφυγε από το δωμάτιο, έθαψε τα ρούχα της στον κήπο, και λύγισε το κάγκελο για να βγει.»

«Ή, τουλάχιστον, έτσι υποθέτεις.»

Η Σαμάνθα κουνά το κεφάλι. «Δεν μπορεί να είναι η Καλλιστώ. Δεν το θεωρώ καθόλου, μα καθόλου, πιθανό.»

«Όπως και νάχει, κάτι παράξενο συμβαίνει με τη δημοσιογράφο, το οποίο μοιάζει να σχετίζεται με την Απρόσωπη. Επομένως: πρέπει να την πάρουμε από τα χέρια των Ακανόνιστων. Αν τη σκοτώσουν… τη χάνουμε. Δε μπορείς να παρακολουθήσεις κάποια που είναι νεκρή.»

«Η Χωροφυλακή θα μπορούσε να τη σώσει από τους Ακανόνιστους…» λέει η Σαμάνθα, και κάθεται στον καναπέ.

«Ξέρεις κάτι;» Κάθομαι σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, αντίκρυ της. «Η Θεώνη είχε δίκιο σε ένα πράγμα: Αν η Χωροφυλακή πλησιάσει το αρχηγείο των Ακανόνιστων, πιθανώς αυτοί να σκοτώσουν και τη δημοσιογράφο και τη λοχία ώστε να εξαφανίσουν τα πτώματα και να μη μπορεί να αποδειχτεί τίποτα.

»Εκτός, βέβαια, αν οι χωροφύλακες έχουν τρόπο να κάνουν κρυφή εισβολή στο αρχηγείο των Ακανόνιστων… Εγώ δεν ξέρω τη Χωροφυλακή της Θακέρκοβ· εσύ σίγουρα την ξέρεις καλύτερα. Αλλά τα λόγια της Θεώνης δεν μου γενούν εμπιστοσύνη σχετικά με τις ικανότητές τους.» Την κοιτάζω ερωτηματικά.

Η Σαμάνθα βγάζει τις μπότες της. Ύστερα λέει: «Η αλήθεια είναι πως η Χωροφυλακή της Θακέρκοβ έχει μάθει να δρα με πολλούς ανθρώπους συγκεντρωμένους. Κατά πάσα πιθανότητα θα πάνε να περικυκλώσουν το οίκημα, όταν μάθουν τι συμβαίνει. Και δεν αποκλείεται να γίνει σύγκρουση με τους Ακανόνιστους.»

«Εμείς, όμως,» λέω, «μπορούμε να εισβάλουμε κρυφά στο αρχηγείο των Ακανόνιστων, δεν μπορούμε;»

«Οι δυο μας; Είσαι τρελός;» Με αγριοκοιτάζει. «Νομίζεις ότι θάναι περίπατος; Κι εμείς πιθανώς να χρειαστεί να συγκρουστούμε με κάποιους από τους Ακανόνιστους για να κάνουμε τέτοια διάσωση.»

«Γιατί έχουμε φέρει τόσα όπλα μαζί μας;»

«Τα όπλα είναι για περίπτωση ανάγκης, Ζορδάμη, όχι για πλάκα! Για να γίνει αυτό που προτείνεις…» Μορφάζει, συλλογισμένη. «Κατ’αρχήν, εμείς δεν είμαστε οι κατάλληλοι για να το κάνουμε. Εσύ είσαι ραλίστας και τώρα έχεις και κάποιες γνώσεις κατασκόπου. Εγώ… δεν είναι μέσα στις ειδικότητές μου να κάνω τέτοιες ένοπλες εισβολές. Θα χρειαστούμε, επομένως, ενισχύσεις. Και θα πρέπει να το οργανώσουμε σωστά.»

«Τι ενισχύσεις;»

«Δύο ανθρώπους ακόμα. Μισθοφόρους, συνηθισμένους σε ένοπλες εισβολές και ένοπλες συγκρούσεις.»

«Και δεν μπορείς να τους βρεις;»

Διστάζει προτού πει: «Μπορώ να προσπαθήσω.»

Είμαι βέβαιος ότι δεν μπορεί απλώς να προσπαθήσει: μπορεί να τους έχει εδώ, μαζί μας, μέσα σε μερικές ώρες.

«Προσπάθησε λοιπόν. Τι περιμένεις;»

«Επιμένεις να κάνουμε, δηλαδή, εισβολή…» Με αγριοκοιτάζει ξανά.

«Μπορούμε, δεν μπορούμε; Ποια εναλλακτική λύση έχουμε; Ν’αφήσουμε την Καλλιστώ στο έλεος των Ακανόνιστων; Να εγκαταλείψουμε το μοναδικό άτομο που υποθέτουμε ότι συνδέεται με την Πριγκίπισσα της Οργής; Ή να ειδοποιήσουμε τη Χωροφυλακή, που είναι πολύ πιθανό ότι θα τα σκατώσει; Επιπλέον, είμαι σίγουρος πως οι Ακανόνιστοι δεν έχουν όπλα σαν τα δικά μας· μπορούμε άνετα να κατατροπώσουμε όσους ίσως συναντήσουμε.»

Η Σαμάνθα είναι σιωπηλή για μερικές στιγμές. Μετά λέει: «Εντάξει. Αλλά θα γίνει με προσοχή. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις διάσωσης είναι πάντα επικίνδυνες.» Σηκώνεται όρθια και ενεργοποιεί τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. «Πρέπει να επικοινωνήσω με κάποιους ανθρώπους. Εν τω μεταξύ, παράγγειλε τίποτα να φάμε. Ψοφάω της πείνας.»

Δεν έχουμε πάρει ακόμα μεσημεριανό.

*

Η Σαμάνθα μιλάει με διάφορους μέσω του πομπού της, τον οποίο έχει συνεχώς στο αφτί της και δεν μπορώ καθόλου να τους ακούσω. Βηματίζει μέσα στο καθιστικό και συζητά, και περιμένει, και συζητά, και περιμένει. Υποθέτω ψάχνει για τους καλύτερους επαγγελματίες της Σιδηράς Δυναστείας που μπορεί να βρεθούν στην πόλη. Σε κάποια στιγμή, νομίζω ότι μιλά και με τον Κύριλλο Νυχταστέρη. Ποιον άλλο μπορεί να αποκαλεί κύριε Νυχταστέρη, εξάλλου;

Έχω παραγγείλει φαγητό προ πολλού, μέσω του επικοινωνιακού διαύλου του διαμερίσματος, και τώρα το φαγητό έρχεται. Πηγαίνω στην πόρτα, ανοίγω, και το παραλαμβάνω από τον διανομέα. Τον πληρώνω κι εκείνος φεύγει. Η Σαμάνθα ακόμα μιλά στον πομπό ενώ αποθέτω τα χάρτινα κουτιά στο τραπέζι, τα ανοίγω, κι αρχίζω να τρώω.

Τελικά, όταν έχει περάσει ένα τέταρτο, κλείνει τον πομπό της και έρχεται να καθίσει δίπλα μου. Δεν έχω τελειώσει το φαγητό· αργοπορούσα επίτηδες, την περίμενα.

«Τα κανόνισες απ’ό,τι κατάλαβα,» της λέω.

«Ναι,» μου λέει. «Σύντομα θα τους έχουμε εδώ. Δύο ανθρώπους. Εξακολουθώ, όμως, να πιστεύω ότι η όλη ιστορία ίσως να είναι βλακεία.»

«Πραγματικά, νομίζεις ότι πρέπει ν’αφήσουμε την Καλλιστώ στο έλεος των Ακανόνιστων; Δεν είναι ούτε καν λογικό από ηθικής άποψης.»

«Ηθικής άποψης;» Με κοιτάζει σαν να είμαι τρελός. «Ακόμα δεν έχεις ξεπεράσει τις ηθικές απόψεις;» Αρχίζει να τρώει, με όρεξη.

«Όπως φαίνεται, όχι. Αλλά μαζί σας κινδυνεύω να το πετύχω.»

«Ήσουν, βλέπεις, τόσο ηθικός άνθρωπος παλιά…»

«Τι θες να πεις;»

«Σ’εκείνο το ράλι πήρες λεφτά από τη Δυναστεία επειδή είχες κάνει παράβαση, έτσι δεν είναι; Σοβαρή παράβαση.»

«Τι σχέση έχει αυτό; Το ράλι είναι άλλη ιστορία.»

«Και μετά, για να μας ξεπληρώσεις, πλήρωσες έναν μάγο για να βάλει έναν εξωδιαστασιακό δαίμονα μέσα στο όχημά σου, ώστε να νικήσεις στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Πολύ ηθικό κι αυτό…»

«Δυστυχώς, όμως, δεν έπιασε,» της λέω ξερά, «και κατέληξα να είμαι… στους κύκλους σας.»

«Έπρεπε να ήσουν πιο προσεχτικός, ίσως. Αν οι τότε ενέργειές σου ήταν σαν αυτά που προτείνεις σήμερα, καταλαβαίνω τι πήγε στραβά.»

«Τι πήγε στραβά;» λέω, νιώθοντας να θυμώνω. «Ξέρεις πολύ καλά τι πήγε στραβά! Σ’το εξήγησα στην Κάρντλας. Η Ελοντί έκανε τον δαίμονα να βγει από το όχημά μου! Δεν ξέρω πώς, αλλά κάπως το κατάφερε!» Και ξαφνικά η περιέργειά μου διώχνει τον θυμό. «Αλήθεια, τι έγινε μαζί της; Τι κάνατε; Μου είχες πει τότε ότι θα… το ελέγχατε.»

«Δε βρέθηκε τίποτα το αξιοσημείωτο, απ’ό,τι ξέρω.»

«Απ’ό,τι ξέρεις;»

«Δεν ασχολήθηκα εγώ προσωπικά με την υπόθεση, αφότου η Ελοντί έφυγε από το σημείο ελέγχου της Κάρντλας.»

«Είχε τον δαίμονα μαζί της!»

«Όχι όταν ήταν στην Κάρντλας. Και τέλος πάντων, η Ελοντί δεν έχει καμια σχέση με τα τωρινά μας προβλήματα. Η εισβολή στο αρχηγείο των Ακανόνιστων θα είναι επικίνδυνη. Θα πρέπει να πάρουμε όπλα και θα πρέπει να φοράμε και τα αλεξίσφαιρα γιλέκα που έχουμε μαζί μας. Επίσης, έχω ζητήσει να μου στείλουν μια κάτοψη του συγκεκριμένου οικήματος στο Λημέρι, αλλά δεν έχω και πολλές ελπίδες.»

«Δε θα μπορέσουν να τη βρουν, λες;»

«Δύσκολο το βλέπω.»

*

Μετά από καμια ώρα, το κουδούνι της εισόδου της πολυκατοικίας χτυπά και η Σαμάνθα πηγαίνει και ρωτά ποιος είναι. Μια αντρική φωνή τής απαντά από το μεγάφωνο: Ο άνθρωπος που περιμένει η κυρία Σαμάνθα Ναλτάθρη. Εκείνη τού ανοίγει και, μετά από λίγο, ο άγνωστος χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας του διαμερίσματος. Πηγαίνω πριν από τη Σαμάνθα και, γυρίζοντας το πόμολο, τραβάω την πόρτα. Αντικρίζω έναν άντρα λευκόδερμο και στρογγυλοπρόσωπο, με ξανθά μαλλιά και αξύριστα γένια. Στην άκρη του στόματός του έχει ένα σβηστό τσιγάρο. Φορά καφετί δερμάτινο σακάκι, μαύρη εφαρμοστή μπλούζα, και γκρίζο παντελόνι. Στον ώμο κουβαλά έναν σάκο.

«Δεν είναι εδώ η κυρία Σαμάνθα Ναλτάθρη;» ρωτά επιφυλακτικά.

«Εδώ είμαι,» του λέει εκείνη, πίσω μου. «Πέρασε.»

Παραμερίζω από το κατώφλι, για να τον αφήσω να μπει, και κλείνω.

«Δεν αναγνώρισες τη φωνή μου από το κουδούνι;» τον ρωτά η Σαμάνθα.

«Την αναγνώρισα, αλλά δεν ήμουν και σίγουρος. Και καλύτερα νάσαι προσεχτικός, έτσι;» Βγάζει έναν ενεργειακό αναπτήρα απ’το σακάκι του κι ανάβει το τσιγάρο. «Σαμάνθα σε λένε τώρα λοιπόν, έτσι;»

«Την ξέρεις με άλλο όνομα, υποθέτω,» λέω.

Εκείνος γνέφει καταφατικά. «Κι εσύ ποιος είσαι;»

«Ζορδάμης.»

«Ψεύτικο όνομα, έτσι;»

«Αληθινό.»

«Δύσκολο.» Ο άντρας με κοιτάζει παρατηρητικά, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια ενώ το τσιγάρο συνεχίζει νάναι στην άκρη του στόματός του.

«Κι όμως, αληθινό είναι. Το δικό σου;»

«Καπνιστής.»

«Το βλέπω. Το όνομά σου;»

«Καπνιστής· έτσι με ξέρουν.»

Κοιτάζω τη Σαμάνθα ερωτηματικά.

Εκείνη χαμογελά. «Έτσι τον ξέρουν.» Και προσθέτει: «Είναι ειδικός στις ένοπλες εισβολές.»

Ο Καπνιστής αφήνει τον σάκο του πάνω στον καναπέ μας. Ο σάκος είναι παλιός, πολυχρησιμοποιημένος· ο καναπές είναι καινούργιος: δε φαίνεται δίκαιο που έρχονται σε επαφή οι δυο τους.

«Όχι μόνο,» λέει ο Καπνιστής. «Κάνω κι άλλες δουλειές, έτσι; Πού θες τώρα να μπούμε;»

«Θα σου πω μόλις έρθει κι ο άλλος.»

«Άλλον έναν περιμένουμε, έτσι;»

«Ναι.»

«Ποιον;»

«Δεν ξέρω ακόμα. Όποιον μπορέσουν να μου στείλουν. Είπα, όμως, ότι χρειάζομαι κάποιον καλό.»

«Ακούγεται σοβαρή υπόθεση.»

«Είναι,» λέει η Σαμάνθα. «Αρκετά σοβαρή.»

Ο Καπνιστής με κοιτάζει από πάνω ώς κάτω, σαν να με κρίνει. «Τι μέρος του λόγου είν’ ετούτος;»

«Ρήμα,» του απαντάω, αλλά δεν φαίνεται να πιάνει το αστείο. Κι επιπλέον η ερώτησή του, καταφανώς, δεν απευθυνόταν σ’εμένα.

Η Σαμάνθα λέει: «Ραλίστας ήταν κάποτε.»

«Ακόμα είμαι!» διαμαρτύρομαι. «Απλώς, για την ώρα… κάνω διακοπές.»

«Ραλίστας;» Ο Καπνιστής μοιάζει φανερά ξαφνιασμένος. «Εγώ περίμενα ότι θάλεγες δολιοφθορέας, διαρρήκτης, ή κάτι τέτοιο, κρίνοντας απ’τη φάτσα του.»

«Φίλε,» του λέω, «αν σ’έκρινα εγώ από τη φάτσα σου, θα συμπέραινα ότι είσαι μαστροπός.»

Ο Καπνιστής γελά, και βγάζει το τσιγάρο από το στόμα του. «Ωραία τα λες, αλλά…» Στρέφει πάλι το βλέμμα του στη Σαμάνθα. «Δεν είσαι σοβαρή, έτσι; Ραλίστας; Μα τα κωλομέρια της Λόρκης, τι να τον κάνουμε;»

«Δεν είναι μόνο ραλίστας πια,» του απαντά εκείνη. «Δυο χρόνια βρίσκεται μέσα στην οικογένεια.» Μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, εννοεί, όπως ξέρω. Το έχω ξανακούσει ανάμεσα σε υποψιασμένα μέλη.

Ο Καπνιστής ρουθουνίζει. «Δυο χρόνια δεν είναι τίποτα.» Με κοιτάζει. «Ξέρεις εγώ πόσα χρόνια είμαι μέσα;»

«Διακόσια;»

«Ραλίστας είπες ότι είσαι, όχι κωμωδός, έτσι; Δώδεκα χρόνια είμαι μέσα, ραλίστα.» Βάζει το τσιγάρο ξανά στο στόμα του και χαμογελά. «Έχω δει κάτι τελείως τρελές καταστάσεις, σ’το λέω.»

«Δεν αμφιβάλλω. Κι εγώ έχω δει τρελές καταστάσεις.»

«Και πού είσαι ακόμα. Ξέρεις πώς να σκοτώνεις κόσμο, τουλάχιστον;»

Πιάνω ένα από τα όπλα που έχουμε απλώσει πάνω στο τραπέζι πριν από κανένα μισάωρο: ένα πιστόλι. «Το σηκώνεις, σημαδεύεις» – τον σημαδεύω – «και τραβάς τη σκανδάλη;» Δεν τραβάω τη σκανδάλη.

«Μπαίνεις στο πνεύμα, σιγά-σιγά.»

«Η δουλειά μου δεν είναι να σκοτώνω, όμως.» Αφήνω το πιστόλι πάνω στο τραπέζι.

«Ποια είναι η δουλειά σου;»

«Οτιδήποτε χρειαστεί.»

«Πολυπράγμων ανεμοφύσας, έτσι; Συγνώμη κιόλας, τασάκι υπάρχει;»

Του δείχνω αυτό πλάι στον καναπέ. «Σαν στο σπίτι σου.»

*

Ο άλλος μας σύντροφος έρχεται ύστερα από μιάμιση ώρα, ενώ έχει πια σκοτεινιάσει έξω από τα παράθυρα και τη μπαλκονόπορτα. Του ανοίγει την εξώπορτα η Σαμάνθα, κι εκείνος μπαίνει, την αγκαλιάζει, και τη φιλά κοντά στο στόμα, με οικειότητα. Είναι ένας τύπος με κατάμαυρο δέρμα, καστανά μαλλιά, και διαπεραστικά μαβιά μάτια που μοιάζουν σχεδόν δαιμονικά· λίγο πιο κοντός από εμένα, και πολύ, πολύ λιγότερο όμορφος, φυσικά. Φορά γκρίζα, κοντή καπαρντίνα πάνω από μπεζ πουκάμισο και καφετί δερμάτινο παντελόνι. Οι μπότες του είναι επίσης καφετιές και ψηλές. Στην πλάτη του είναι πιασμένος ένας σάκος που θα έμοιαζε μ’αυτόν του Καπνιστή αν δεν ήταν φανερά πιο καινούργιος.

«Γνωρίζεστε, υποθέτω…» λέω στη Σαμάνθα.

«Ναι,» αποκρίνεται εκείνη. «Από εδώ ο Ύαν Έπαρχος. Και από εδώ,» λέει στον Ύαν, «ο Ζορδάμης Λιγνόρρυχος. Σύζυγός μου, για την ώρα, ως Πολύδημος Βανκάρδεφ.»

«Σύζυγός σου; Όχι στ’αλήθεια, έτσι, Αγαρίστη;»

«Αγαρίστη;» λέω.

«Τι; Ούτε τ’όνομά της δεν ξέρεις;»

«Δεν είναι αυτό το όνομά της.» Κοιτάζω τη Σαμάνθα. «Είναι; Αυτό είναι το αληθινό σου όνομα;»

Εκείνη γελά. «Φυσικά και όχι!»

Ο Ύαν μοιάζει απορημένος. «Δεν είναι το αληθινό σου όνομα;»

«Μάλλον,» τον πληροφορώ, «δεν την ξέρεις τόσο καλά όσο νομίζεις. Τώρα τη λένε Σαμάνθα.»

«Σαμάνθα;»

Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά. «Σαμάνθα με λένε. Σαμάνθα Ναλτάθρη. Αλλά, ως σύζυγος του Πολύδημου από εδώ, ονομάζομαι Ισμήνη Φυσιότεχνη.»

«Ψεύτικος γάμος, όμως, σωστά;»

«Όχι τελείως,» του λέω.

Μου ρίχνει ένα διαπεραστικό βλέμμα μ’αυτά τα παράξενα, δαιμονικά μαβιά μάτια που μοιάζουν να λαμπυρίζουν επάνω στο κατάμαυρο πρόσωπό του.

Η Σαμάνθα λέει: «Έχουμε μια δουλειά να κάνουμε.»

Ο Ύαν στρέφεται πάλι να την ατενίσει. «Για κάποια εισβολή, μου είπαν. Εισβολή και διάσωση. Μίλησα με τον κύριο Νυχταστέρη.»

«Ναι,» αποκρίνεται η Σαμάνθα.

«Τι επαγγέλλεσαι,» τον ρωτάω, «αν επιτρέπεται;»

«Σκοτώνω ανθρώπους, κυρίως,» μου λέει, και γι’ακόμα μια φορά το βλέμμα του δεν μου αρέσει καθόλου.

Πώς τα καταφέρνω και μπλέκω με κάτι τέτοιους λεχρίτες;

Οι γυναίκες φταίνε για όλα…

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.