Επεισόδιο 12
ΥΠΟΓΕΙΑ ΦΥΛΑΚΗ

Η Μαρλιέσσα συνέρχεται μέσα σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το μοναδικό φως έρχεται από ένα μικρό καγκελωτό παράθυρο στη σιδερένια πόρτα. Η μορφή της Μαρλιέσσας ίσα που διακρίνεται σαν σκιερή σιλουέτα. Βάζει το χέρι της στο κεφάλι και, μετά, επάνω στην παλάμη της κάτι φαίνεται να γυαλίζει. Αίμα. Αλλά η αιμορραγία έχει σχεδόν σταματήσει.

Η Μαρλιέσσα μορφάζει. Σηκώνεται όρθια. Ψάχνει για τα όπλα της και, φυσικά, δεν βρίσκει κανένα· οι θήκες στη ζώνη της είναι άδειες. Κοιτάζει τριγύρω, με τα μάτια της διασταλμένα. Μονάχα την πόρτα, όμως, μπορεί να διακρίνει. Την πλησιάζει και κοιτάζει έξω από το παραθυράκι. Ένας μικρός διάδρομος, άδειος, με μια λάμπα λαδιού να κρέμεται από το ταβάνι. Το μέρος μυρίζει μούχλα και υγρασία. Υπόγειο, δίχως αμφιβολία.

«Πού είμαι;» φωνάζει η Μαρλιέσσα. «Είναι κανείς εδώ; Γιατί μ’έχετε εδώ;» Καμια απάντηση, από πουθενά. «Είμαι χωροφύλακας!» φωνάζει η Μαρλιέσσα. «Λοχίας στο Νοτιοδυτικό Φρουραρχείο! Θα μπλέξετε πολύ άσχημα! Ελευθερώστε με αμέσως!» Καμια απάντηση, ξανά. Η Μαρλιέσσα κλοτσά την πόρτα με τη μπότα της, πολλές φορές. «Ελευθερώστε με! Γιατί με κρατάτε εδώ; Πού είμαι; Ελευθερώστε με! Δε σας λέω ψέματα – είμαι λοχίας της χωροφυλακής!»

«Το γνωρίζουμε,» της λέει μια ήπια αντρική φωνή από το σκοτάδι· και η Μαρλιέσσα διακρίνει τώρα κάποιον να κινείται μες στις σκιές του μικρού διαδρόμου. Ή μήπως ήταν ήδη εκεί, από ώρα; Ακίνητος; «Γνωρίζουμε ποια είσαι.» Φορά κάπα και κουκούλα στο κεφάλι· το πρόσωπό του είναι τελείως χαμένο στο σκοτάδι. Μονάχα η υποψία ενός γυαλιστερού ματιού φαίνεται.

«Γιατί μ’έχετε κλείσει εδώ;»

«Ήταν απαραίτητο. Ελπίζουμε να μη χρειαστεί να μείνεις για πολύ. Όταν… πάψει να υπάρχει λόγος να είσαι εδώ, θα σε ελευθερώσουμε.»

«Τι… τι εννοείς; Τι λόγος;»

«Αν δεν μας προκαλέσεις πρόβλημα δεν πρόκειται να σε βλάψουμε,» τη διαβεβαιώνει ο άγνωστος. «Θα σου προσφέρουμε φαγητό και νερό, σε λίγο. Δεν είμαστε βάρβαροι.»

«Τι λόγος;» επιμένει η Μαρλιέσσα. «Γιατί είμαι εδώ;» Η φωνή της αντηχεί πανικόβλητη.

Ο άγνωστος γλιστρά πάλι μέσα στο σκοτάδι· μοιάζει να εξαφανίζεται.

«Ελευθερώστε με!» φωνάζει η Μαρλιέσσα.

Κανένας δεν της απαντά.

«Ελευθερώστε με!»

Κλοτσά την πόρτα. Την κλοτσά και την κλοτσά και την κλοτσά. Αλλά η πόρτα δεν υποχωρεί. Όταν το πόδι της αρχίζει να πονά, η Μαρλιέσσα σταματά κι ακουμπά την πλάτη της σ’έναν από τους σκοτεινούς, υγρούς πέτρινους τοίχους του κελιού της, βαριανασαίνοντας.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.