Επεισόδιο 2
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Το είχα ξαναδεί αυτό το πανδοχείο παλιότερα, αλλά μόνο από έξω. Ποτέ δεν είχα μπει. Δεν είχε τύχει.

Κατεβαίνω τώρα από το επιβατηγό όχημα που κάνει μια γρήγορη στάση εδώ, καμια πενηνταριά χιλιόμετρα απόσταση βόρεια της Θακέρκοβ. Μόλις εγώ κι άλλος ένας είμαστε έξω, φεύγει αμέσως, συνεχίζοντας προς τη μεγαλούπολη, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης με τους οκτώ μεγάλους τροχούς επάνω στη δημοσιά.

Το Ξερακιανό Αγρίμι, γράφει η πινακίδα του πανδοχείου πάνω από την είσοδο. Ένα γκαράζ κι ένας στάβλος είναι παραδίπλα.

Βαδίζω προς την είσοδο. Ο άντρας που κατέβηκε από το επιβατηγό μαζί μου παίρνει άλλη κατεύθυνση, κατευθυνόμενος μάλλον προς κάποια μικρή πόλη ή χωριό σ’ετούτες τις περιοχές. Δεν τον ξέρω και δεν μ’ενδιαφέρει. Έχω άλλα πράγματα να μ’απασχολούν τα δύο τελευταία χρόνια. Πράγματα που ποτέ δεν πίστευα ότι θα με απασχολούσαν. Περιπέτειες, σίγουρα. Ευχάριστες; Ακόμα και για μένα, όχι. Οι περισσότερες από αυτές, τουλάχιστον.

Επιπλέον, η επιλογή δεν ήταν δική μου. Κι όταν η επιλογή δεν είναι δική σου, όλα μοιάζουν σκατά.

Ακόμα και τώρα, εδώ όπου έρχομαι η επιλογή δεν είναι δική μου. Μ’έχουν στείλει. Και το μόνο που μου έχουν πει είναι Θα αναγνωρίσεις το άτομο που σε περιμένει. Πώς θα το αναγνωρίσω; Θα είναι κάποιος γνωστός; Απάντηση σ’αυτό δεν πήρα. Δεν μπορούσα να πάρω. Η διαταγή μού δόθηκε γραπτώς.

Όλοι είναι τρελοί σ’αυτή την οργάνωση. Κι έχω την εντύπωση ότι κανένας δεν ξέρει τι του γίνεται. Τα πάντα καλύπτονται με σκοτάδι και μυστήριο. Ή ίσως έτσι να νομίζω εγώ που είμαι πρωτάρης.

Αλλά μάλλον όχι.

Μπαίνω στο Ξερακιανό Αγρίμι και κοιτάζω μέσα στην τραπεζαρία. Κάμποσοι ταξιδιώτες είναι εδώ, μες στο απόγευμα. Ελαφριά μουσική έρχεται από τα ηχεία. Σιγανές ομιλίες αντηχούν. Μια σερβιτόρα βαδίζει ανάμεσα στα τραπέζια κρατώντας επιδέξια δύο πιατέλες. Ωραίος πισινός, ομολογουμένως. Μούρη, τίποτα το αξιοσημείωτο.

Αναρωτιέμαι ποιος με περιμένει εδώ. Κοιτάζω τα τραπέζια, το ένα μετά το άλλο… Λίγο προτού τη δω, ή ίσως συγχρόνως, υψώνει τη μπίρα της προς τη μεριά μου.

Αυτή, λοιπόν. Για φαντάσου…

Πλησιάζω και κάθομαι στο τραπέζι της. «Ζαρνάφι,» λέω. «Δεν περίμενα να σε ξανασυναντήσω.»

Τα μαλλιά της τότε ήταν κοντά· τώρα είναι μακριά. Πλαισιώνουν κατάμαυρα το λευκόδερμο πρόσωπό της. Ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά είναι πιασμένα επάνω στο ντεκολτέ της πράσινης μπλούζας της. Φορά ένα αστραφτερό αργυρό δαχτυλίδι στον αντίχειρα του αριστερού της χεριού.

«Νόμιζα ότι η Κάρντλας ήταν η περιοχή σου,» της λέω, «όχι η Θακέρκοβ.»

«Πηγαίνω όπου με χρειάζονται,» μου αποκρίνεται· και παρατηρεί: «Μου έχουν πει ότι προσαρμόζεσαι μια χαρά.»

«Δύο επιλογές είχα: να προσαρμοστώ ή να πεθάνω.» Αλλά κάποια στιγμή ελπίζω να τους ξεπληρώσω με το ανάλογο νόμισμα. Αν και είναι δύσκολο να έχεις για εχθρό κάτι τόσο… συγκεχυμένο. Είναι σα να λες ότι εχθρός σου είναι το σκοτάδι ή η ομίχλη.

«Ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα.» Η Ζαρνάφι με παρατηρεί με στενεμένα μάτια. «Είναι αλήθεια;»

Από παλιά, μου έλεγαν ότι μπορούσα πολύ εύκολα να πάρω διάφορες εκφράσεις. Αν και σπάνια το έκανα εσκεμμένα. Τώρα έχω μάθει να το κάνω εσκεμμένα πολύ πιο συχνά. «Δεν πιστεύεις τα Μεγάλα Αφεντικά;»

«Δεν υπάρχουν ‘Μεγάλα Αφεντικά’, Ζορδάμη.»

Η Ζαρνάφι κάνει νόημα στη σερβιτόρα να πλησιάσει κι εκείνη έρχεται. «Τι θα πάρεις;» με ρωτά η Ζαρνάφι. «Κερνάω.»

«Με συγκινείς,» της λέω. Και στη σερβιτόρα: «Ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό, όμορφη.»

Εκείνη δεν έρχεται σε αμηχανία από το σχόλιό μου – μάλλον έχει συνηθίσει από τέτοια. Γνέφει κι απομακρύνεται. Οι γοφοί της κινούνται χαριτωμένα κάτω από τη φούστα της.

«Δεν είσαι από την Κάρντλας, λοιπόν;» ρωτάω τη Ζαρνάφι. «Νόμιζα ότι, για να είσαι τότε ανάμεσα στους υπεύθυνους του ράλι, έπρεπε να είσαι ντόπια.»

«Είμαι ‘ντόπια’ σε πολλά μέρη.» Πίνει μια γουλιά από τη μπίρα της, παρατηρώντας με πάνω από το χείλος του ποτηριού. Μου φαίνεται πιο όμορφη από παλιά. Ή είναι η ιδέα μου; Τότε είχα άλλα στο μυαλό μου για να προσέξω την εμφάνισή της. Δεν είναι μικρό να σου λένε πως η ζωή σου όπως την ξέρεις έχει τελειώσει.

«Είσαι ντόπια κι εδώ;»

«Γιατί όχι;»

Η σερβιτόρα επιστρέφει με τον Κρύο Ουρανό μου. «Ευχαριστώ,» της λέω κλείνοντάς της το μάτι. Εκείνη χαμογελά φευγαλέα και απομακρύνεται.

«Δείξε μου τη μαγεία σου,» μου ζητά η Ζαρνάφι.

Όταν μια γυναίκα μού λέει Δείξε μου τη μαγεία σου, υποθέτω πως αυτή η μαγεία δεν χρειάζεται πολλά ρούχα. Αλλά είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση της Ζαρνάφι. Τι εννοεί;

Υψώνω το ένα μου φρύδι. «Συγνώμη;»

«Ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα. Δείξε μου τι μπορείς να κάνεις.»

Πίνω μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Δεν έχω όρεξη για σαχλαμάρες. Γιατί σ’έχω συναντήσει εδώ; Αφού εγώ δεν ξέρω, υποθέτω πως εσύ, τουλάχιστον, πρέπει να ξέρεις.»

«Έχει παρουσιαστεί ένα πρόβλημα στη Θακέρκοβ, το οποίο θα λύσουμε.»

Πρόβλημα το οποίο θα λύσουμε; Να σκοτώσουμε κάποιον, εννοεί; Να εκβιάσουμε κάποιον; Να απαγάγουμε κάποιον; Σε τέτοιου είδους υπέροχες δουλειές μπλέκομαι αυτά τα δύο χρόνια. Ταιριάζουν σε κατάσκοπο, ίσως, ή σε δολοφόνο. Ή σε κάποιο καθίκι της Λόρκης, όπως κι αν θες να το πεις. Εγώ είμαι ραλίστας, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Τι σκατά σχέση έχω εγώ μ’όλα αυτά; Καμία σχέση απολύτως. Εκτός του ότι το ράλι ήταν που μ’έμπλεξε μαζί τους… και τα χρέη.

«Εμείς οι δύο;» τη ρωτάω.

«Θα έχουμε και βοήθεια. Αλλά, ναι, εμείς οι δύο θα είμαστε αρκετά κεντρικά πρόσωπα της έρευνας.»

«Της έρευνας;»

«Θα έχεις ακούσει για την Πριγκίπισσα της Οργής…»

Συνοφρυώνομαι. «Δε νομίζω ότι είχα την τιμή.»

«Η Απρόσωπη Πριγκίπισσα;»

«Όχι.»

«Έχεις χρόνια νάρθεις στη Θακέρκοβ;»

«Με αποκάλυψες.» Πίνω κι άλλο Κρύο Ουρανό.

«Έχεις έρθει ποτέ στη ζωή σου;»

«Πες μου τώρα πως δεν ξέρεις.»

«Δεν ξέρω,» λέει η Ζαρνάφι.

Να την πιστέψω ή όχι; «Έχω ξανάρθει. Παλιότερα. Για ράλι, κυρίως. Δεν είναι η αγαπημένη μου μεγαλούπολη.»

«Ποια είναι η αγαπημένη σου μεγαλούπολη;»

«Έχει αυτό καμια σχέση με την έρευνα;»

«Ακόμα αντιδραστικός, βλέπω,» παρατηρεί η Ζαρνάφι.

«Παραπονιέσαι;»

Με αγνοεί. «Πρέπει να βρούμε την Απρόσωπη Πριγκίπισσα,» μου λέει στεγνά.

Μορφάζω αδιάφορα. «Αν επιμένεις.» Αν και δε μ’αρέσει αυτό το όνομα. Γιατί Απρόσωπη; Κρύβει το πρόσωπό της; Και πώς την είχε αποκαλέσει πιο πριν; Πριγκίπισσα της Οργής; Γιατί «της Οργής»;

«Νομίζεις ότι θάναι εύκολο;»

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, όπως θάχεις καταλάβει.»

«Δεν θα είναι καθόλου εύκολο,» με πληροφορεί η Ζαρνάφι. «Την κυνηγάνε καιρό τώρα. Σχεδόν από τότε που διαλύθηκε η Παντοκρατορία. Μερικοί λένε πως κάποτε ήταν με την Επανάσταση, πως πολεμούσε τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Άλλοι λένε πως είναι δαιμόνισσα της Λόρκης.»

«Είμαι βέβαιος πως πιστεύεις το δεύτερο…»

«Τίποτα απ’τα δύο δεν πιστεύω.»

Την κοιτάζω ερωτηματικά.

«Δεν έχω κανένα λόγο να πιστέψω κάτι,» μου λέει. «Κι εσύ καλά θα κάνεις να είσαι το ίδιο σκεπτικός με τα πάντα σ’αυτή την ιστορία. Η Απρόσωπη δολοφονεί κόσμο, και έχει τη φήμη ότι είναι αδύνατο να εντοπιστεί.»

«Ποιους σκοτώνει; Κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα; Πρώην Παντοκρατορικούς;»

Η Ζαρνάφι κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Όχι. Οι στόχοι της είναι – ή, τουλάχιστον, μοιάζουν – τυχαίοι.»

«Χμμμ.» Πίνω Κρύο Ουρανό. «Πρώτη φορά που η Δυναστεία μας αποφασίζει να κάνει αγαθοεργία. Συνήθως σε κωλοδουλειές με στέλνει. Με ύψιστο ιδανικό το κέρδος των πλουσιότερων μελών της.»

«Δεν είσαι εδώ για να σχολιάζεις,» μου λέει η Ζαρνάφι. «Είσαι για να ξεπληρώσεις το χρέος σου.»

Αναρωτιέμαι πότε θα ξεπληρωθεί, σκέφτομαι. Αυτό είναι κάτι που δεν μου έχουν διευκρινίσει. Κι απ’ό,τι έχω μάθει, όσο δουλεύω για τη Σιδηρά Δυναστεία, κι άλλοι έχουν καταλήξει έτσι δούλοι της. Ένας τύπος, τις προάλλες – με τον οποίο συνεργάστηκα για λίγο – μου έλεγε πως ξεπληρώνει το χρέος του εδώ και μια δεκαετία: προτού οι Παντοκρατορικοί διαλυθούν. Γάμησέ τα. Θυμάμαι τα λόγια του: Όταν είσαι μέσα, φίλε, είσαι μέσα. Δε σ’αφήνουν εύκολα· μην τους πιστεύεις. Ξέρεις πολλά πια.

Δουλεία. Σε μια διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος όπου υποτίθεται πως δεν υφίσταται δουλεία. Αν και όλοι ξέρουμε ότι αυτή η άσπλαχνη αφέντρα παίρνει διάφορες μορφές…

«Ποιον καθάρισε τώρα, λοιπόν, και τα Μεγάλα Αφεντικά τη θέλουν καθαρισμένη;» ρωτάω.

«Δεν είσαι τελικά τόσο χαζός όσο φαίνεσαι.»

«Φαίνομαι για χαζός; Με προσβάλλεις.»

Η Ζαρνάφι χαμογελά. «Δεν πιστεύω καμια έκφραση στο πρόσωπο του Ζορδάμη με τα Πολλά Πρόσωπα.»

«Ό,τι νομίζεις. Πες μου για την Πριγκίπισσα, Ζαρνάφι. Ποιον σκότωσε;»

«Τον γιο του Κύριλλου Νυχταστέρη.» Και με παρατηρεί ξανά, περιμένει να δει αν τον ξέρω ίσως.

«Δεν τον ξέρω.»

«Είναι πλούσιος. Μένει στη Θακέρκοβ.»

«Δικός σας άνθρωπος;»

«Δικός μας.»

«Αυτός προστάζει η Πριγκίπισσα να βρεθεί;»

«Η Πριγκίπισσα της Οργής πρέπει να βρεθεί,» λέει μόνο η Ζαρνάφι. «Δεν έχω ακόμα μιλήσει μαζί του. Και, παρεμπιπτόντως, τώρα δεν με λένε Ζαρνάφι Γαιόνομη.»

«Πώς σε λένε;»

«Σαμάνθα Ναλτάθρη.»

«Χάρηκα για τη γνωριμία… Σαμάνθα. Ελπίζω εγώ να εξακολουθώ να είμαι ο Ζορδάμης.»

«Δεν υπάρχει λόγος να πάψεις να είσαι.» Η Ζαρνάφι– Η Σαμάνθα σηκώνεται από την καρέκλα της. «Πάμε.»

«Να μην τελειώσω το ποτό μου;»

Η Σαμάνθα αφήνει ένα μεγάλο κέρμα – έναν ήλιο – επάνω στο τραπέζι. «Όχι.» Βαδίζει προς την έξοδο του πανδοχείου. Φορά μια πλατιά, μαύρη, δερμάτινη ζώνη πάνω από την πράσινη μπλούζα της που τελειώνει πιο κάτω από εκεί όπου αρχίζει η μαύρη φούστα. Η φούστα έχει σκισίματα κι από τις δυο μεριές και πέφτει ώς τις κνήμες. Ψηλές μπότες καλύπτουν τα πόδια της, καφετιές, γυριστές στην κορυφή λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Κι ανάμεσα από τις μπότες και τη φούστα σκούρες μπλε κάλτσες διακρίνονται.

Η μορφή της είναι πολύ καλύτερη απ’ό,τι τη θυμάμαι. Αλλά αυτή δεν είναι η Ζαρνάφι, σωστά; Είναι η Σαμάνθα.

Καθώς σηκώνομαι απ’το τραπέζι, ακολουθώντας την, αναρωτιέμαι ποιο απ’τα δύο ονόματα νάναι το αληθινό της. Μάλλον, κανένα από τα δύο. Αναρωτιέμαι, επίσης, ποια να είναι ακριβώς η θέση της μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία. Είναι μπλεγμένη σαν εμένα; Ή έχει κάτι να κερδίσει από τη συνεργασία της μαζί τους; Είναι μισθοφόρος, μήπως; Πληρωμένη κατάσκοπος; Θα μπορούσε…

Βγαίνουμε από την τραπεζαρία του Ξερακιανού Αγριμιού και βλέπω ότι ήδη έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και ο καιρός να γίνεται πιο κρύος. Η Σαμάνθα δεν φορά τίποτα πάνω από τη μπλούζα της. Μάλλον κάποιο όχημα έχει εδώ.

Η υπόθεσή μου επαληθεύεται, φυσικά. Πηγαίνουμε προς το γκαράζ. Πλησιάζουμε ένα τετράκυκλο με μεταλλικούς τροχούς αρκετά καλούς για ύπαιθρο. Βαμμένο μαύρο, όλα τα τζάμια του φιμέ. Η Σαμάνθα ξεκλειδώνει μια πόρτα και μπαίνει για να καθίσει στη θέση του οδηγού, ενώ μου λέει: «Έλα.»

Μπαίνω από την αντικρινή πόρτα, καθίζοντας πλάι της.

Η Σαμάνθα ενεργοποιεί όλα τα συστήματα του οχήματος. «Πώς σου φαίνεται;»

«Τι πράγμα;»

«Το όχημά μου. Ραλίστας δεν είσαι;»

«Ραλίστας ήμουν, μέχρι που έμπλεξα μαζί σας.»

«Μη γίνεσαι μελοδραματικός. Πάω στοίχημα πως δεν έχεις ξεχάσει τίποτα από την τέχνη σου.» Πατώντας τα πετάλια και κρατώντας το τιμόνι, βγάζει με προσοχή το όχημα από το γκαράζ πλάι στο πανδοχείο.

«Θες να δεις πώς οδηγώ;»

«Όχι τώρα.»

Κρίμα. Ήθελα να τη φρικάρω λιγάκι.

Βάζει το όχημα επάνω στη δημοσιά και οδηγεί νότια, προς τη Θακέρκοβ. Τραβά τα σκούρα γυαλιά από το ντεκολτέ της μπλούζας της και τ’αφήνει πάνω στην κονσόλα μπροστά μας. Παρατηρώ πως, εκτός των άλλων, υπάρχει εκεί και μια μικρή οθόνη που τώρα δείχνει τον χάρτη της περιοχής και μια κόκκινη κουκίδα να προχωρά επάνω του – το όχημά μας.

«Ποιο είναι το όνομά σου, αλήθεια;» τη ρωτάω.

«Σαμάνθα, δεν είπαμε;»

«Εννοώ, το πραγματικό σου όνομα.»

«Σαμάνθα.»

«…Εντάξει,» ρουθουνίζω.

Η… Σαμάνθα υπομειδιά κοιτάζοντας με με τις άκριες των ματιών της ενώ συνεχίζει να οδηγεί. Ανάβει τους προβολείς του οχήματος καθώς το σκοτάδι πυκνώνει.

«Τι σημασία έχει;» μου λέει μετά από λίγο.

«Το όνομά σου; Απλά, πες ότι είμαι από εκείνους τους περίεργους τύπους που θέλουν να ξέρουν τα ονόματα αυτών που συναναστρέφονται.»

«Το όνομά μου είναι Σαμάνθα· μην επιμένεις.» Η φωνή της δεν είναι απότομη· μάλλον διαδικαστική.

«Πρέπει να είσαι κατάσκοπος, σωστά; Σε πληρώνει η Δυναστεία; Ή έχεις κάποιο άλλο όφελος;»

«Δεν σου λέω,» αποκρίνεται, και τώρα η φωνή της είναι λιγάκι πειραχτική, ίσως· ή είναι η ιδέα μου;

«Χαίρομαι που είσαι τόσο φιλική μαζί μου. Υπάρχει περίπτωση να μου απαντήσεις σε τίποτα, ή να πάψω γενικά να κάνω ερωτήσεις;»

«Προσωπικές ερωτήσεις απαγορεύονται. Οτιδήποτε άλλο μπορείς να το ρωτήσεις. Ειδικά πράγματα που έχουν σχέση με την έρευνά μας.»

«Δεν ξέρω τίποτα για την έρευνά μας ακόμα.»

«Σύντομα θα μάθεις.»

«Θα καθίσουμε, υποθέτω, για κάποιο καιρό στη Θακέρκοβ…» λέω μετά από λίγο, ενώ έχουμε προσπεράσει ένα μηχανοκίνητο φορτηγό και μια άμαξα που την τραβά άλογο.

«Μάλλον,» απαντά η Σαμάνθα. «Αποκλείεται να βρούμε αμέσως την Απρόσωπη.»

«Πού θα μένουμε;»

«Θα δεις.»

Ανάβω τσιγάρο γιατί η κουβέντα δεν δείχνει να οδηγεί πουθενά.

Η Σαμάνθα πατά ένα κουμπί επάνω στην κονσόλα για ν’ανοίξει κατά το ήμισυ το παράθυρο δίπλα μου.

Μετά από καμια ώρα μπαίνουμε στη Θακέρκοβ, που τα φώτα των ψηλών οικοδομημάτων της σκίζουν τη νύχτα. Το μέρος μού μοιάζει πιο άχαρο απ’ό,τι το θυμόμουν. Το τσιγάρο μου έχει προ πολλού τελειώσει.

Η Σαμάνθα στρίβει σ’έναν δρόμο αριστερά. Οδός Αυγερινού, γράφει η πινακίδα. Μεγάλος δρόμος της Θακέρκοβ· δεν τον έχω ξεχάσει. Τούτη είναι η περιοχή που ονομάζεται Γαιοδόμος: όχι και τόσο κακή. Θα σταματήσουμε κάπου εδώ, άραγε;

«Το ξενοδοχείο Ήδιστος το έχεις υπόψη σου;» με ρωτά η Σαμάνθα.

«Όχι.»

«Εκεί θα μείνουμε. Και…» ανοίγει μια θυρίδα στην κονσόλα μπροστά μας και παίρνει από μέσα μια ταυτότητα, «να έχεις υπόψη σου ότι είμαστε παντρεμένοι.» Μου δίνει την ταυτότητα.

«Σοβαρά;»

«Πολύ σοβαρά.»

Κοιτάζω την ταυτότητα. Φαίνεται να ανήκει σε κάποιον που ονομάζεται Πολύδημος Βανκάρδεφ, αλλά έχει επάνω τη δική μου φάτσα. «Νόμιζα πως είπες ότι εγώ δεν θ’αλλάξω όνομα.»

«Αυτό είναι μόνο για το ξενοδοχείο, φυσικά,» μου λέει η Σαμάνθα. «Τη γυναίκα σου τη λένε Ισμήνη Φυσιότεχνη.»

«Εσένα, δηλαδή.»

«Εμένα, δηλαδή.» Καθώς φτάνουμε στο τέλος της Οδού Αυγερινού, στρίβει νότια επί της Γαιοδόμου.

«Επομένως,» λέω, «είσαι η Ζαρνάφι που τη λένε Σαμάνθα αλλά είναι γνωστή και ως Ισμήνη Φυσιότεχνη.»

«Όλα τα καταλαβαίνεις.»

«Παιδιά έχουμε;»

«Όχι ακόμα.»

«Θα κάνουμε τώρα; Στο ξενοδοχείο;»

Με λοξοκοιτάζει, υπομειδιώντας. «Θα είμαστε προσεχτικοί.»

Σοβαρολογεί; Όχι πως θα είχα κανένα πρόβλημα, αλλά μέχρι στιγμής υπέθετα ότι δεν θα κοιμόμαστε μαζί.

Περνάμε τη γέφυρα του ποταμού Κάλμωθ και καταλήγουμε στη νότια όχθη. Πώς λέγεται αυτός ο δρόμος εδώ; Κοιτάζω τις πινακίδες αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τα γράμματα μες στη νύχτα· ο φωτισμός δεν είναι καλός.

«Είμαστε μακριά ακόμα;»

«Καθόλου.» Η Σαμάνθα στρίβει δεξιά, μπαίνοντας σε μικρότερους δρόμους.

«Δε μου μοιάζει και τόσο καλή περιοχή αυτή…» παρατηρώ κοιτάζοντας τα οικοδομήματα.

«Μη λες βλακείες. Μια χαρά περιοχή είναι. Έχεις πάει ποτέ στο Χωνευτήρι, ή στις Λιμανοκατοικίες;»

Δεν απαντώ. Δεν έχω πάει.

«Αυτή η συνοικία εδώ ονομάζεται ‘Η Γωνιά’,» με πληροφορεί η Σαμάνθα.

Και δεν αργούμε να φτάσουμε μπροστά σ’ένα ξενοδοχείο που η φωτεινή πινακίδα του γράφει ΉΔΙΣΤΟΣ. Φαίνεται νάχει έξι ορόφους. Ελπίζω, τουλάχιστον, το δωμάτιό μας να είναι ψηλά. Μ’αρέσει να έχω θέα, ακόμα κι όταν πηγαίνω να βρω μυστηριώδεις δολοφόνους που ίσως νάναι παράφρονες.

*

Φαίνεται πως μας περιμένουν. Δίνω την ταυτότητά μου στη ρεσεψιόν και μου δίνουν το κλειδί του δωματίου. Όπως ήλπιζα είναι στον έκτο όροφο. Παίρνουμε τον ανελκυστήρα και ανεβαίνουμε. Στην πλάτη μου κουβαλάω έναν παραφουσκωμένο σάκο. Η Σαμάνθα έχει μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα κρεμασμένη λοξά από τον δεξή ώμο, ενώ στο δεξί χέρι κρατά μια βαλίτσα. Αποσκευές που πήραμε από το όχημά της, όταν το αφήσαμε στο γκαράζ του ξενοδοχείου. Τι έχεις εδώ μέσα; τη ρώτησα. Τι να έχω; μου είπε. Ρούχα και τέτοια, αγάπη μου. Τα πράγματά μας. Δε μ’αρέσει που με αποκάλεσε αγάπη μου· δε θέλω και τέτοιες οικειότητες.

Ο ανελκυστήρας σταματά. Βγαίνω στον διάδρομο και η Σαμάνθα μ’ακολουθεί. Κοιτάζω τους αριθμούς στις πόρτες, βρίσκω το δωμάτιό μας, και το ξεκλειδώνω.

Δεν είναι και τόσο άσχημο, όπως αποκαλύπτει το ενεργειακό φως στο ταβάνι. Δεν είναι καθόλου άσχημο. Όμορφα επιπλωμένο, ευρύχωρο, με μεγάλο κρεβάτι, τηλεοπτικό δέκτη, και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να χρειαστεί. Η μπαλκονόπορτα είναι κλειστή, αλλά την ανοίγω και βλέπω ότι και το μπαλκόνι δεν είναι μικρό, και έχει και φυτά.

«Πληρώνουμε πολύ γι’αυτό;» ρωτάω τη Σαμάνθα επιστρέφοντας πάλι στο εσωτερικό και ρίχνοντας τον σάκο μου στο πάτωμα.

«Δε θα το προσθέσει κανείς στα χρέη σου.»

«Ευτυχώς,» λέω ξερά.

Η Σαμάνθα πηγαίνει για λίγο στην τουαλέτα και μετά επιστρέφει, ενώ εγώ έχω ανοίξει τον σάκο και βγάζω ρούχα μέσα στα οποία είναι τυλιγμένα κουτιά μέσα στα οποία είναι κρυμμένα όπλα και συσκευές.

«Τα βρήκες, λοιπόν.» Η Σαμάνθα κάθεται στην άκρη του διπλού κρεβατιού και βγάζει τις μπότες της.

Κοιτάζω ένα πιστόλι που μου μοιάζει πολύ περίεργο.

«Άσ’ το αυτό, τώρα,» μου λέει η Σαμάνθα καθώς σηκώνεται όρθια ξανά. «Είναι τελευταίας τεχνολογίας. Σχεδόν πειραματικό. Άκουσέ με.»

Στρέφω το βλέμμα μου επάνω της καθώς είμαι καθισμένος στη μία από τις δύο καρέκλες του δωματίου.

Με πλησιάζει. «Γνωρίζω ότι έχεις τη φήμη πως δεν μένεις για πολύ καιρό με μία γυναίκα.»

«Δεν είναι απόλυτα αληθές αυτό· έχω μείνει κάμποσο με κάποιες. Για παράδ–»

«Αυτό, τώρα που είμαστε παντρεμένοι, θα πάψει, φυσικά. Εννοείται.»

«Δε νομίζεις ότι το παρατραβάς λιγάκι… αγάπη μου;»

Ανεβάζει το πόδι της στην καρέκλα, ανάμεσα στα γόνατά μου. Η σκούρα μπλε κάλτσα της έχει επάνω κεντήματα τα οποία πριν δεν μπορούσα να διακρίνω. Μικρά, μικρά κρανία.

«Πολύ ρομαντικά σχέδια,» σχολιάζω, κοιτάζοντάς τα.

Η Σαμάνθα σπρώχνει την κάλτσα προς τα κάτω, από τον μηρό της στο γόνατό της.

Είναι σοβαρή, λοιπόν.

Ολοκληρώνω αυτό που άρχισε, τραβώντας την κάλτσα από το πόδι της και πετώντας την κάπου πίσω μου, χωρίς να κοιτάξω.

«Προτιμάς άλλα σχέδια;» με ρωτά.

«Δεν έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις.»

Κάθεται στα γόνατά μου και, για λίγο, φιλιόμαστε και συνηθίζουμε ο ένας τον άλλο. Η γλώσσα μου εξερευνεί τα δόντια και το στόμα της, ενώ τα χέρια μου μαθαίνουν τη γεωγραφία της πλάτης και των μηρών της. Και, κρίνοντας από την ανταπόκρισή της στις κινήσεις μου, νομίζω πως γουστάρει· δε νομίζω πως προσποιείται. Όχι απόλυτα, τουλάχιστον.

«Όταν είπες ότι θα είμαστε παντρεμένοι, το εννοούσες, ε; Δική σου ιδέα ήταν; Όχι των Μεγάλων Αφεντικών;» Σηκώνομαι από την καρέκλα και τη σηκώνω κι εκείνη μαζί μου, βάζοντάς τη να σταθεί.

«Σου είπα» – το χέρι της αγγίζει τη στύση μου πάνω από το παντελόνι – «δεν υπάρχουν Μεγάλα Αφεντικά.»

Τη φιλάω ξανά. Δε μου φαίνεται τώρα τόσο τερατώδης όσο στην Κάρντλας. Αλλά, ξέχασα, αυτή ήταν η Ζαρνάφι· αυτή είναι η Σαμάνθα.

«…Ναι…» λέει ξέπνοα, και δεν ξέρω σε τι αναφέρεται. Στο φιλί; Ξαπλώνει γρήγορα στο κρεβάτι, ανάσκελα, περιμένοντάς με προφανώς να την ακολουθήσω. Λύνει τη ζώνη της και την πετά παραδίπλα.

Δεν βιάζομαι. Γδύνομαι ενώ ακόμα στέκομαι, και την παρατηρώ πώς με παρατηρεί. Δε μπορεί να προσποιείται. Τα μάτια της με καταβροχθίζουν. Δε μπορεί να προσποιείται.

Βγάζω και το τελευταίο ρούχο από πάνω μου και ανεβαίνω στο κρεβάτι. Είναι φανερά ξαναμμένη· με περιμένει ανυπόμονα. Δε μπορεί να προσποιείται. Πιάνω την τελευταία κάλτσα που φορά και την τραβάω αργά από το πόδι της. Αφαιρώ και τα υπόλοιπα ρούχα της, χωρίς βιασύνη, ενώ εκείνη δεν χάνει ευκαιρία να με αγγίζει και να με φιλά. Δεν την είχα για τόσο ερωτική. Πραγματικά, εκείνη σκέφτηκε να είμαστε παντρεμένοι;

Την καβαλάω, πιάνοντας μικρά σφιχτά στήθη, και τη βλέπω να τεντώνεται ηδονικά από κάτω μου. Σκύβω και βρίσκω ξανά τα χείλη της… και μετά από λίγο στριφογυρίζουμε πάνω στο μεγάλο κρεβάτι και καταλήγω εγώ από κάτω της ενώ η Σαμάνθα έχει μπλεγμένα τα δάχτυλά της με τα δάχτυλά μου και τα μακριά μαύρα μαλλιά της μισοκρύβουν το πρόσωπό της, τα μάτια της γυαλίζουν… αλλά φτάνουμε κι οι δύο σε ολοκλήρωση καθισμένοι τελικά σε μια άκρη του κρεβατιού. Εκείνη πρώτη: την ακούω να φωνάζει μέσα στ’αφτί μου, κουφαίνοντάς με· και μετά φιλά το αφτί, ρουφά τον λοβό δυνατά σα να θέλει να το ξεκολλήσει από το κεφάλι μου· και τελειώνω μέσα της, με τη σπονδυλική μου στήλη να τραντάζεται.

Παίρνω μερικές βαθιές ανάσες πάνω από τον ώμο της, ξεροκαταπίνοντας. Χτυπάω τους γλουτούς της. «Έλα, σήκω,» της λέω.

«Είσαι σίγουρος πως τελείωσες;» με ρωτά, και η γυναικεία της φύση πιέζει παιχνιδιάρικα το όργανό μου που εξακολουθεί νάναι μέσα της. «Δε μου φαίνεται νάχεις τελειώσει ακόμα.»

Γελάω και την ξαναχτυπάω, πιο δυνατά. «Σήκω!»

Γελώντας κι εκείνη, σηκώνεται, ξαπλώνει στο κρεβάτι. Τεντώνεται τεμπέλικα, χαμογελώντας μου, μην κάνοντας την παραμικρή κίνηση να πιάσει κάποιο ρούχο ή να τραβήξει τα σκεπάσματα επάνω της. Το σώμα της είναι άψογο, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω. Πόσο χρόνων να είναι, άραγε, η Σαμάνθα, ή η Ζαρνάφι, ή όπως κι αν τη λένε; Στην ηλικία μου; Πιο μεγάλη από εμένα; Αποκλείεται να είναι μικρότερη από τριάντα-πέντε χρονών, αλλά αποκλείεται να είναι και μεγαλύτερη από σαράντα-πέντε.

Τα μάτια της με ατενίζουν σαν να μπορεί να καταλάβει τις σκέψεις μου. «Σ’αρέσει αυτό που βλέπεις;» με ρωτά.

«Έχω δει πολλές γυναίκες χωρίς ρούχα.»

Μου κάνει μια προσβλητική χειρονομία, αλλά εξακολουθεί να χαμογελά. Αν μη τι άλλο το χαμόγελό της είναι πιο βαθύ τώρα, πιο πονηρό.

Αποφασίζω να της δώσω μια ευκαιρία να ανταποδώσει αξιοπρεπώς. «Τι νομίζεις, λοιπόν, για τις αποδώσεις του συζύγου σου;»

Με αποστομώνει: «Είσαι άψογος, αγάπη μου.»

Τώρα εγώ της κάνω μια προσβλητική χειρονομία, κι εκείνη σκάει στα γέλια επάνω στο κρεβάτι.

«Τι θα κάνουμε,» τη ρωτάω μετά από λίγο, «εκτός απ’το να είμαστε σ’αυτό το δωμάτιο;»

«Απόψε, τίποτα.»

«Αύριο;»

«Θα δεις.» Σηκώνεται από το κρεβάτι και φορά τα εσώρουχά της. Πηγαίνει στην τσάντα της κι από μια εξωτερική τσέπη παίρνει ένα σακουλάκι. Μου το πετά.

Το πιάνω και το ανοίγω. Μέσα έχει κάποια σκόνη, μάλλον από τριμμένο χόρτο. Το μυρίζω. Δεν μου λέει κάτι. «Τι είναι;»

«Θερκ βοθ. Από τη Σάρντλι.»

«Δεν τόχω ξανακούσει.»

«Γνωστό και ως ‘κολυμβητής’.»

«Τι;»

«Όταν εισπνεύσεις λίγο θα καταλάβεις.» Παίρνει ένα μικρό δοχείο από την τσάντα της κι έρχεται να καθίσει κοντά μου.

«Ναρκωτικό;»

Η Σαμάνθα γεμίζει το δοχείο με θερκ βοθ. Από κάτω του είναι συνδεδεμένη μια μικροσκοπική συσκευή θέρμανσης που λειτουργεί με μπαταρία. Η Σαμάνθα πατά το μοναδικό κουμπί επάνω της και, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, ένας γαλανός καπνός αρχίζει να βγαίνει από το στόμιο του δοχείου. «Γέμισε τα πνευμόνια σου,» μου λέει.

«Άσ’ το καλύτερα.» Απομακρύνομαι, χωρίς να φύγω από το κρεβάτι.

«Δοκίμασε!» επιμένει πλησιάζοντας. «Δε θα σε σκοτώσει. Θα κολυμπήσεις.»

«Γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης,» μουγκρίζω. Και εισπνέω βαθιά.

Ξαπλώνω στο στρώμα, ανάσκελα, ζαλισμένος.

«Τι μαλακία είν’ αυτή, γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης, γαμώ;»

Ακούω τη Σαμάνθα να γελά, ενώ νομίζω πως βλέπω τη μορφή της πίσω από κυματισμούς του αέρα.

Και μετά από λίγο, κολυμπάω σ’έναν ατελείωτο ωκεανό. Κολυμπάω υποβρυχίως. Μιλάω εκεί με μια τίγρη που έπειτα είναι σκύλος, καθώς και με κάτι μαλλιαρά πνεύματα τα οποία έχουν ένα μεγάλο μάτι που λαμπυρίζει.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.