Επεισόδιο #13               

ΠΛΟΚΑΜΙΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ

 

«Πού πήγαν;...» μουρμούρισε ένας μισθοφόρος, κατεβάζοντας το τουφέκι του, συνοφρυωμένος.

Ένας άλλος φώτιζε με τον φακό πάνω στο δικό του τουφέκι. «Δε φαίνονται πουθενά.»

«Εξαφανίστηκαν,» είπε ο πιλότος, «όπως κι οι άλλοι.» Κι έστρεψε το βλέμμα του στη Χαρίκλεια’σαρ.

Αδύνατον! σκέφτηκε η μάγισσα. Πώς μπαίνουν σ’αυτή την ενδοδιάσταση, όταν εμείς δεν μπορούμε ούτε καν να δούμε τη δίοδο; Έκανε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας, προσπαθώντας ν’απλώσει τις αισθήσεις της όσο πιο μακριά μπορούσε. Εντόπισε, με το μυαλό της, τους μισθοφόρους γύρω της· εντόπισε τους μισθοφόρους που έρχονταν από πίσω (αυτούς που είχαν πάει να δουν τι ήταν το ξαφνικό φως, λίγο πιο πριν)· εντόπισε διάφορα μικρά ζώα του δάσους. Αλλά δεν εντόπισε κανέναν άνθρωπο προς τη μεριά όπου είχαν πάει οι τρεις σκοτεινές φιγούρες.

«Μπήκαν στην ενδοδιάσταση...» μουρμούρισε. «Κάπως, μπήκαν στην ενδοδιάσταση...»

Οι μισθοφόροι που είχαν πάει να δουν τι ήταν εκείνο το φως λίγο πιο πριν επέστρεψαν τώρα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ένας. «Πώς άναψε αυτή η φωτιά; Γιατί πυροβολούσατε;»

«Κάποιοι μάς επιτέθηκαν,» αποκρίθηκε ο πιλότος. «Αλλά μετά έφυγαν...»

Η Χαρίκλεια’σαρ είπε στους μισθοφόρους να έρθουν μαζί της, και, περιτριγυρισμένη απ’αυτούς, πλησίασε το σημείο όπου οι τρεις άγνωστοι είχαν εξαφανιστεί. Τίποτα δεν φαινόταν. «Τι σας λένε τα ίχνη τους;» ρώτησε.

Οι μισθοφόροι κοίταξαν στη γη πάλι, και ένας είπε: «Εξαφανίζονται στο ίδιο σημείο όπου εξαφανίστηκαν και των άλλων, κυρία.»

«Ναι,» συμφώνησε η μισθοφόρος που είχε έρθει μαζί με το όχημα της Χαρίκλειας.

«Τι κάνουν;» μουρμούρισε η Χαρίκλεια’σαρ, μονολογώντας. «Πώς μπαίνουν στην ενδοδιάσταση;» Και πιο δυνατά: «Τους είδατε να κάνουν τίποτα συγκεκριμένο εδώ;»

Αμήχανη σιωπή για λίγο. Ύστερα: «Απλώς έτρεχαν,» αποκρίθηκε ένας από τους μισθοφόρους.

Η Χαρίκλεια’σαρ αναστέναξε. «Σβήστε τις φλόγες,» πρόσταξε. Η φωτιά και οι καπνοί πλησίαζαν επικίνδυνα.

*

Ο Βασνάρος και ο Σκαρλάτος έψαχναν για ώρα μέσα στον ναό της Λόρκης, αναζητώντας κάποιο βιβλίο με τραγούδια, ή τίποτα παρόμοιο, αλλά δεν έβρισκαν κάτι που να τους ενδιαφέρει, κάτι που να τους φαίνεται ότι μπορεί να ήταν το τραγούδι που χρησιμοποιούσε η ιέρεια για να ανοίγει τον δρόμο της εξόδου. Το μόνο που βρήκαν ήταν μια λύρα που το μαύρο ξύλο της ήταν λαξεμένο σαν όμορφη, γυμνή γυναίκα με όψη που έμοιαζε, για κάποιο λόγο, διαβολική. Απεικόνιση της Λόρκης, ίσως; αναρωτήθηκε ο Βασνάρος. Ο Σκαρλάτος τού είπε ότι μ’αυτή τη λύρα η ιέρεια έπαιζε το τραγούδι. Αλλά τούτο δεν βοηθούσε και πολύ.

Ο Βασνάρος ρώτησε: «Μήπως ήταν η λύρα και όχι το τραγούδι που άνοιγε τον δρόμο;»

Ο Σκαρλάτος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, Λύκε, το τραγούδι ήταν, είμαι σίγουρος.»

«Θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε.» Ο Βασνάρος διέτρεξε τα δάχτυλά του επάνω στις χορδές της λύρας, βγάζοντας έναν παράτονο ήχο.

«Δεν είναι η λύρα, σου λέω, Λύκε: το τραγούδι είναι· σίγουρα πράγματα.»

Και συνέχισαν την αναζήτησή τους, εξερευνώντας κάθε γωνιά του ναού.

Ο Βασνάρος ήταν που είδε πρώτος, από ένα παράθυρο, ότι κάποιοι έρχονταν προς τον οίκο της Λόρκης. Συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. Δε μπορεί... σκέφτηκε. Αλλά το ήξερε πως δεν έκανε λάθος. Η μία από τους τρεις ήταν η κόρη του! Οι άλλοι δύο ήταν άντρες, και άγνωστοι για εκείνον.

«Σκαρλάτε!» φώναξε. «Έλα δω!»

Ο Σκαρλάτος πλησίασε καθώς ο Βασνάρος βάδιζε προς την είσοδο του ναού, που και τα δύο φύλλα της ήταν ανοιχτά τώρα. «Ποιοι είν’ αυτοί;»

«Η κόρη μου.»

«Τι;»

Ο Βασνάρος βγήκε στο κατώφλι, ανάμεσα στις δύο πέτρινες στήλες με τα ιερατικά λαξεύματα.

«Μπαμπά!» αναφώνησε η Βατράνια χαμογελώντας.

Ο Βασνάρος και ο Σκαρλάτος τούς περίμεναν να έρθουν πιο κοντά. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο πρώτος την κόρη του. «Πώς βρέθηκες εδώ;»

«Εσένα έψαχνα, φυσικά!» Τον αγκάλιασε. «Ο Αργύριος είχε δίκιο! Ήρθες όντως στον ναό...»

«Ποιοι είν’ αυτοί;» ρώτησε ο Βασνάρος κοιτάζοντας τους αγνώστους πάνω από τον ώμο της.

«Αυτός,» είπε η Βατράνια, αφήνοντας τον πατέρα της από την αγκαλιά της, «είναι ο Θόας, που σου έλεγα.»

Ο Θόας έμοιαζε αμήχανος μπροστά στον Τρελό Λύκο της Μέλβερηθ· δεν ήξερε αν έπρεπε να χαμογελάσει, να του δώσει το χέρι, να πει χαίρω πολύ, ή απλά να μείνει ακίνητος.

Η Βατράνια δεν τον περίμενε να κάνει τίποτα. «Κι αυτός είναι ο Αργύριος. Αυτός, ουσιαστικά, μας έφερε εδώ. Είναι ο Μπαλαντέρ της Λόρκης. Το είχε καταλάβει ότι έχεις μπλεξίματα και μας βοήθησε να σε εντοπίσουμε.»

Ο Βασνάρος συνοφρυώθηκε, μην καταλαβαίνοντας τι εννοούσε η κόρη του. «Γνωριζόμαστε;» ρώτησε τον Αργύριο.

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί.»

«Ο Μπαλαντέρ της Λόρκης;» έκανε ο Σκαρλάτος.

Ο Αργύριος τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Είσαι ο Μπαλαντέρ της Λόρκης;»

«Ναι.»

Ο Σκαρλάτος γέλασε. «Έχω ακούσει για σένα! Νόμιζα... νόμιζα ότι ήσουν μύθος, βασικά. Ένας τύπος που περιφέρεται στη Σεργήλη, δήθεν προσωποποίηση του τραπουλόχαρτου Μπαλαντέρ της Λόρκης, της Τράπουλας της Πανούργου Κυράς. Ένας παράξενος άντρας που καθοδηγείται από την ίδια τη Λόρκη.»

«Ελπίζω να χάρηκες για τη γνωριμία,» είπε ο Αργύριος, υπομειδιώντας. «Πώς σε λένε;»

«Σκαρλάτος Τόλανριφ. Έχω κι εγώ ταξιδέψει πολύ, για διάφορες δουλειές. Γιατί είσαι εδώ;»

«Η Κυρά της Τύχης μ’έφερε. Συνάντησα τη Βατράνια έξω από τον Σοβαρό και τη βοήθησα να σας εντοπίσει. Πού είναι η ιέρεια του ναού;»

Η όψη του Σκαρλάτου σκοτείνιασε γι’ακόμα μια φορά. «Είναι νεκρή, φίλε μου. Και πολύ φοβάμαι ότι, τώρα που είσαι εδώ, παγιδεύτηκες μαζί μας.»

«Νεκρή;»

«Μπορείς να τη δεις, αν θέλεις. Στο γραφείο της. Από φυσικό θάνατο, όπως φαίνεται. Δεν είναι χτυπημένη.»

«Ποιος από τους δυο σας ήξερε πώς να έρθει εδώ;» ρώτησε ο Αργύριος.

«Εγώ,» είπε ο Σκαρλάτος.

«Ξέρεις και πώς να φύγεις;»

«Αυτό είναι το πρόβλημά μας: μόνο η ιέρεια ήξερε το τραγούδι που ανοίγει τον δρόμο της εξόδου.»

Η Βατράνια κοίταξε τον Αργύριο. «Τι λέει;»

«Έχει δίκιο,» της είπε ο Μπαλαντέρ της Λόρκης. «Η ιέρεια έπαιζε με τη λύρα της προκειμένου να φύγεις. Αλλιώς το δάσος σε κρατά συνεχώς παγιδευμένο γύρω απ’τον ναό.» Στράφηκε στον Σκαρλάτο και τον Βασνάρο. «Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο πρόβλημα τώρα. Σας κυνηγάνε κάποιοι μισθοφόροι, όπως σίγουρα θα ξέρετε...»

«Ναι,» είπε ο Βασνάρος. «Τους συναντήσατε;»

«Αναγκαστήκαμε να τους προσπεράσουμε–»

«Ας πούμε ‘προσπεράσουμε’,» τον διέκοψε ο Θόας.

Ο Βασνάρος τον κοίταξε ερωτηματικά.

Ο Θόας καθάρισε τον λαιμό του, νευρικά. «Ήταν... κάπως θερμό επεισόδιο.»

«Οι μισθοφόροι,» παρενέβη ο Αργύριος, «έχουν μαζί τους μια μάγισσα. Την είδαμε να κάνει κάτι στα άκρα της ενδοδιάστασης. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά υποθέτω ότι προσπαθούσε κάπως να την ανοίξει.»

Ο Βασνάρος ρώτησε τον Σκαρλάτο: «Μπορεί να γίνει αυτό;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Πού να ξέρω; Δεν είμαι μάγος.» Και ρώτησε τον Αργύριο: «Είσαι σίγουρος για τη μάγισσα;»

«Δε νομίζω να έκανε κάτι άλλο εκεί όπου στεκόταν.»

«Πώς ήταν, εμφανισιακώς;»

«Φορούσε κάπα και κουκούλα· δε φαινόταν καθαρά.»

«Ίσως να είναι μία από τις τρεις μάγισσες του Νορβάλη’μορ...» είπε ο Σκαρλάτος, σκεπτικά.

«Ποιες μάγισσες του Νορβάλη’μορ;» ρώτησε ο Βασνάρος.

«Τρεις μάγισσες συνεργάζονται πολύ στενά μαζί του· κάποιοι λένε, μάλιστα, πως είναι και ερωμένες του. Η μία ονομάζεται Τζακλίν’νιρ, και είναι του τάγματος των Βιοσκόπων· δε νομίζω αυτή να βρίσκεται εδώ: οι Βιοσκόποι δεν ειδικεύονται στο να σκαλίζουν τα άκρα ενδοδιαστάσεων. Η άλλη ονομάζεται Χοαρκίδα’χοκ, ανήκει στο τάγμα των Διαλογιστών, και μπορεί να είναι αυτή που είδε ο Αργύριος, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι θα είχε τη δύναμη ν’ανοίξει το διαστασιακό πέρασμα που οδηγεί εδώ: οι Διαλογιστές ασχολούνται με το μυαλό, κυρίως. Η τελευταία ονομάζεται Χαρίκλεια’σαρ, και είναι του τάγματος των Ερευνητών. Αυτή ίσως να μπορούσε ν’ανοίξει το πέρασμα. Οι Ερευνητές όλο με τέτοια πράγματα καταπιάνονται, εξάλλου.»

«Υποθέτεις, δηλαδή, ότι πιθανώς νάναι η Χαρίκλεια’σαρ;» είπε ο Βασνάρος.

«Για να σκαλίζει την ενδοδιάσταση... Δε νομίζω, πάντως, ότι είναι εύκολο να την ανοίξεις. Ακολουθώντας τα σημάδια της Λόρκης έρχονται οι πάντες εδώ.»

Ο Αργύριος ένευσε. «Ναι, έτσι ξέρω κι εγώ. Αλλά τώρα, αν αυτή η μάγισσα μπορεί να δημιουργήσει άνοιγμα κάπως, καλύτερα να φεύγουμε από την άλλη μεριά. Έχει καμια δεκαριά μισθοφόρους μαζί της.»

«Κι εμείς τρόπο να φύγουμε ψάχνουμε,» είπε ο Σκαρλάτος, «αλλά δεν υπάρχει πουθενά στον ναό κανένα έγγραφο με νότες ή τίποτα παρόμοιο.»

«Πάμε μέσα,» είπε ο Αργύριος, και περνώντας ανάμεσα από τον Βασνάρο και τον Σκαρλάτο μπήκε στον ναό της Λόρκης. Δε μπορεί η Κυρά της Τύχης να τον εγκατέλειπε εδώ μέχρι που να πεθάνει· ήταν βέβαιος. Το αισθανόταν. Υπήρχε τρόπος να βγουν από την ενδοδιάσταση.

*

Οι μισθοφόροι άρχισαν να σβήνουν τις φλόγες ρίχνοντας χώμα επάνω τους από την υγρή γη της υπαίθρου. Εν τω μεταξύ, η Χαρίκλεια’σαρ έκανε πάλι τη Μαγγανεία Αναλύσεως Διαστασιακής Αλλοιώσεως, στέλνοντας το μυαλό της σ’έναν κόσμο όλο παράξενες γεωμετρίες και μυστηριώδεις κώδικες. Δεν ήταν μακριά απ’το να κατανοήσει τη φύση της αναδίπλωσης, προτού την ενοχλήσουν πιο πριν, και τώρα δεν άργησε να βρει πάλι τον δρόμο της από εκεί όπου τον είχε αφήσει. Ο χρόνος έχασε το νόημά του για τη Χαρίκλεια’σαρ, καθώς ο νους της εξερευνούσε κάθε ιδιομορφία και μυστήριο της διαστασιακής αλλοίωσης...

Όταν νόμιζε πως δεν υπήρχε πια τίποτα γι’αυτήν που να μην ξέρει, διέκοψε τη μαγγανεία και επανήλθε στη συμβατική πραγματικότητα, νιώθοντας αρκετά κουρασμένη. Τα μάτια της έβλεπαν τους μισθοφόρους και τους βράχους γύρω της και, προς στιγμή, το μυαλό της αναρωτιόταν ποια μπορεί να ήταν η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και τις πέτρες. Τα πράγματα που ανέκαθεν ήξερε τής έμοιαζαν αλλόκοτα τώρα. Αλλά αυτό δεν την ανησυχούσε· ήταν παρενέργεια της μαγγανείας. Σύντομα θα διαλυόταν.

«Σβήσατε τη φωτιά;» ρώτησε.

«Ναι. Έχει περάσει πολλή ώρα, κυρία.»

Ένας άλλος είπε: «Είναι μετά τα μεσάνυχτα τώρα.»

«Δε συνέβη τίποτ’ άλλο, έτσι;» ρώτησε η Χαρίκλεια.

«Όχι.»

«Δεν είδατε κανέναν ύποπτο να πλησιάζει...;»

«Όχι. Και κοιτούσαμε πολύ προσεχτικά.»

Η Χαρίκλεια ακόμα αναρωτιόταν ποιοι μπορεί να ήταν εκείνοι οι τρεις που είχαν έρθει πριν και είχαν επιτεθεί. Γνωστοί του Βασνάρου ή του Σκαρλάτου; Ήταν κι αυτοί απεσταλμένοι της Αρχόντισσας της Ύγκρας;

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε. «Λοιπόν,» είπε στους μισθοφόρους. «Νομίζω πως μπορώ τώρα να μας βάλω στην ενδοδιάσταση. Είστε έτοιμοι;»

«Μάλιστα, κυρία.» Κρατούσαν όλοι τα όπλα τους.

Η Χαρίκλεια’σαρ στράφηκε προς τα εκεί όπου κανονικά έπρεπε να ήταν η διαστασιακή δίοδος και ξεκίνησε να αρθρώνει τα λόγια για το Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως, ενώ τα γαντοφορεμένα χέρια της διέγραφαν μαγικά σύμβολα στον αέρα. Το μυαλό της απλώθηκε σαν αόρατα πλοκάμια μέσα από το κεφάλι της· αόρατα πλοκάμια που το καθένα είχε στο πέρας του ακόμα περισσότερα αόρατα πλοκάμια. Τα πλοκάμια έπιασαν διάφορες άκριες και σημεία της αναδίπλωσης και τα τράβηξαν προς τα δω και προς τα κει, προς κατευθύνσεις που δεν μπορούσαν να περιγραφούν με λόγια, προς μεριές που μονάχα η νόηση μάγων εξειδικευμένων σε διαστασιακά φαινόμενα μπορούσε να αντιληφτεί. Ο «σωλήνας» που ήταν γυρισμένος ανάποδα – το μέσα έξω, το πίσω μπρος – άρχισε να παίρνει άλλο σχήμα. Και, σε λίγο, η Χαρίκλεια’σαρ νόμιζε πως του είχε δώσει ακριβώς τη μορφή που όφειλε να έχει.

Διέλυσε το ξόρκι της και βλεφάρισε. Είδε πως κάτι στραφτάλιζε αντίκρυ της. Ο αέρας έμοιαζε να κυρτώνει προς ένα συγκεκριμένο σημείο, σαν να ήταν ύφασμα που κάνει ζάρες· και σ’εκείνο το σημείο, ο χώρος λαμπύριζε λες κι ήταν γεμάτος με μικροσκοπικά άστρα.

Η διαστασιακή δίοδος είχε ανοίξει!

Η Χαρίκλεια στράφηκε στους μισθοφόρους.

«Αυτό είναι, κυρία;»

Η μάγισσα τράβηξε το πιστόλι της, ρυθμίζοντάς το στην ηχητική λειτουργία. «Ναι. Ελάτε πίσω μου,» πρόσταξε, και μπήκε μέσα στον χώρο που στραφτάλιζε.

Οι μισθοφόροι την είδαν να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια τους. Η ίδια είδε μυριάδες μικροσκοπικά φώτα να την περιτυλίγουν και να στροβιλίζονται προς στιγμή γύρω της· ύστερα ήταν πάλι στην ύπαιθρο και, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της, μπορούσε να ατενίσει τους μισθοφόρους – αλλά όχι και τη διαστασιακή δίοδο. Η δίοδος δεν υπήρχε από εδώ. Ήταν μονόδρομη. Η Χαρίκλεια δεν το περίμενε αυτό· δεν το είχε προβλέψει.

Οι μισθοφόροι, παρότι φαινομενικά κοντά της, της έμοιαζαν, για κάποιο λόγο, απόμακροι. Ένας απ’αυτούς βάδισε προς το μέρος της, μια σκιά τον τύλιξε – η οποία δεν ήταν φανερό από πού προερχόταν – και ύστερα παρουσιάστηκε ξανά. Είχε μπει κι αυτός στην ενδοδιάσταση. Στα χέρια του ήταν το τουφέκι του. Έδειχνε παραξενεμένος.

«Κυρία... τι...;» Κοίταζε ολόγυρα.

«Στην ενδοδιάσταση είμαστε,» τον διαβεβαίωσε η Χαρίκλεια’σαρ.

Ακόμα ένας μισθοφόρος ήρθε.

Ο πρώτος είπε: «Δε μοιάζει... δε μοιάζει νάχει διαφορά.»

«Κι όμως έχει,» είπε η Χαρίκλεια’σαρ. «Και δυστυχώς δεν υπάρχει άμεσος δρόμος επιστροφής.»

Το τελευταίο φάνηκε να παραξενεύει και τους δύο μισθοφόρους, ενώ κι άλλοι περνούσαν τη δίοδο κι έμπαιναν.

Σίγουρα όμως υπάρχει έξοδος κάπου, σκέφτηκε η Χαρίκλεια. Αλλιώς ο Σκαρλάτος και οι υπόλοιποι δεν θα έρχονταν εδώ.

Όταν όλοι οι μισθοφόροι είχαν μπει στην ενδοδιάσταση, η μάγισσα αποφάσισε να δοκιμάσει να δει τι θα γινόταν αν προσπαθούσε να βγει από τούτο το μέρος. Βάδισε προς τα εκεί απ’όπου είχε έρθει–

–και ξαφνικά βρέθηκε πάλι μπροστά στους μισθοφόρους της, σαν ο χώρος να είχε περιστραφεί ολόγυρά της.

Οι μισθοφόροι την κοίταζαν σαστισμένοι. Στην αρχή έβλεπαν την πλάτη της· μετά, απρόσμενα, την έβλεπαν ανφάς, να τους ζυγώνει.

Η Χαρίκλεια’σαρ χαμογέλασε μέσα από την κουκούλα της. «Τι είδατε;» τους ρώτησε.

Της απάντησαν.

«Αυτό συμβαίνει,» τους εξήγησε, «επειδή η ενδοδιάσταση εκεί τελειώνει. Μπορεί να μοιάζει σαν να είμαστε ακόμα στη Σεργήλη, αλλά δεν είμαστε. Είμαστε σε μια αναδίπλωση μέσα στη Σεργήλη.» Έπιασε την άκρη της κάπας της και τη δίπλωσε, δημιουργώντας πτυχώσεις. «Καταλαβαίνετε;»

«Και... πώς θα βγούμε, κυρία;» ρώτησε ένας από τους μισθοφόρους.

«Από άλλη μεριά, όχι από εδώ.» Δε μπορεί να μην υπάρχει έξοδος. «Δείτε τώρα στο χώμα για ίχνη.»

Οι μισθοφόροι υπάκουσαν και αμέσως βρήκαν πατημασιές. Άρχισαν να τις ακολουθούν, αφήνοντας πίσω τους το μέρος με τις μεγάλες πέτρες και μπαίνοντας σ’έναν τόπο γεμάτο πυκνή αειθαλή βλάστηση.


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share