Επεισόδιο #12               

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΠΑΛΑΝΤΕΡ

 

Τα οχήματα που έβλεπαν αντίκρυ τους, μέσα στη νύχτα, έστριψαν ανατολικά.

Ο Θόας, κοιτάζοντας τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας, είπε: «Από εδώ πρέπει να πηγαίνουν προς τη Χαμηλόνεφη.»

«Κυνηγάνε λοιπόν τον πατέρα μου,» συμπέρανε η Βατράνια.

«Όχι, απλώς έστριψαν προς τη Χαμηλόνεφη.»

Η Βατράνια γύρισε να κοιτάξει τον Αργύριο, πίσω τους, αλλά εκείνος ήταν σιωπηλός, έχοντας τα κιάλια στα μάτια του και ατενίζοντας το σκοτεινό τοπίο.

Ο Θόας έστριψε ανατολικά όταν έφτασε στο ίδιο σημείο που είχαν φτάσει και τα δύο οχήματα. Και τώρα δεν τα έβλεπαν πουθενά.

«Πού εξαφανίστηκαν;» είπε η Βατράνια, ανήσυχα.

«Δεν εξαφανίστηκαν,» αποκρίθηκε ο Αργύριος κατεβάζοντας τα κιάλια του. «Απλώς εδώ δεν έχει ορατότητα. Θα τους δούμε παρακάτω.»

Ο Θόας οδήγησε με προσοχή κάτω από μια γέφυρα, πάνω από την οποία περνούσαν οι σιδηροδρομικές γραμμές. Ήταν γεμάτη αναρριχώμενα φυτά, και μέσα από μια τρύπα της η Βατράνια ήταν σίγουρη ότι είδε τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν.

Όταν βρέθηκαν στην άλλη μεριά της γέφυρας αντίκρισαν πάλι τα φώτα των δύο άγνωστων οχημάτων. Κατευθύνονταν προς τα βόρεια.

«Πλησιάζουν τη Χαμηλόνεφη,» είπε ο Αργύριος.

Η Βατράνια κοίταξε το ρολόι στον καρπό της. Ήταν έντεκα η ώρα πια – δυο ώρες αφότου είχαν ξεκινήσει. Θα ήταν καλά ο πατέρα της; Θα ήταν κάπου εδώ γύρω;

«Να ξαναχρησιμοποιήσω τον πομπό σου;» ρώτησε τον Μπαλαντέρ της Λόρκης.

Εκείνος τής τον έδωσε χωρίς να μιλήσει, και η Βατράνια κάλεσε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του πατέρα της. Δεν μπορούσε να πιάσει καθόλου το σήμα του. Το ξαναπροσπάθησε μετά από λίγο, καθώς ο Θόας οδηγούσε μέσα σε χαμηλές ομίχλες· πάλι, όμως, δεν μπορούσε να πιάσει το σήμα του Βασνάρου. «Πρέπει να τον έχει κλειστό, ή να του έχει σπάσει.»

Στο βάθος, μες στη νύχτα, μετά από τα φώτα των δύο οχημάτων, διακρίνονταν τα φώτα μιας μικρής πόλης, μισοτυλιγμένης στην καταχνιά.

«Η Χαμηλόνεφη;» ρώτησε η Βατράνια.

«Ναι,» είπε ο Αργύριος.

*

Η Χαρίκλεια’σαρ ήταν πλήρως απορροφημένη στον κόσμο όπου είχε οδηγήσει την αντίληψή της η Μαγγανεία Αναλύσεως Διαστασιακής Αλλοιώσεως. Το μυαλό της έβλεπε σχηματισμούς και γεωμετρίες που έμοιαζαν με όνειρο, και προσπαθούσε να τις αποκωδικοποιήσει, να τις κατανοήσει. Ήταν επικίνδυνο, ακόμα και για μια έμπειρη μάγισσα σαν τη Χαρίκλεια’σαρ· υπήρχε πάντα μια μικρή πιθανότητα να τρελαθείς. Αλλά, ως Ερευνήτρια, η Χαρίκλεια έβρισκε τη διαδικασία συναρπαστική. Ήταν η εξερεύνηση του σύμπαντος.

Δεν άκουσε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό ενός από τους μισθοφόρους της όταν αυτός κουδούνισε, παρότι βρισκόταν κοντά του. Ο νους της ήταν αλλού.

Ο άντρας τράβηξε τον πομπό από την τσέπη του και είπε: «Ναι;» – αλλά ούτε τούτο, φυσικά, η Χαρίκλεια το άκουσε· τίποτα από αυτά δεν υπήρχε τώρα για εκείνη.

«Εμείς είμαστε,» απάντησε μια φωνή στον μισθοφόρο, η οποία ακούστηκε αρκετά δυνατή από το μεγάφωνο ώστε να φτάνει στ’αφτιά και των άλλων τριών μισθοφόρων γύρω του. «Ήρθαμε από τη Μέλβερηθ. Προσπαθούσαμε να σας ξανακαλέσουμε πιο πριν, αλλά το σήμα δεν έφτανε. Πού είστε; Μες στη Χαμηλόνεφη;»

Ο μισθοφόρος τού απάντησε.

«Και τι γίνεται; Τους ψάχνετε;»

«Τους έχουμε χάσει, και η κυρία προσπαθεί να κάνει κάτι με τη μαγεία της για να τους βρούμε. Ελάτε γρήγορα, πάντως· ίσως να σας χρειαστούμε.»

*

Πλησίασαν τα άκρα της ενδοδιάστασης – ή, τουλάχιστον, το μέρος όπου ο Σκαρλάτος έλεγε πως έπρεπε να ήταν τα άκρα της – και ο Βασνάρος δεν μπορούσε να διακρίνει καμια διαφορά. Το μόνο που έβλεπε ήταν ένα νυχτερινό δάσος. «Ξημερώνει εδώ;» ρώτησε.

«Ναι, κανονικά.»

Συνέχισαν να βαδίζουν και, ύστερα από λίγο, αντιλήφτηκαν ότι είχαν επιστρέψει στο ίδιο μέρος. «Καταλαβαίνεις τώρα τι εννοώ;» είπε ο Σκαρλάτος. «Δε μπορείς να βγεις. Δεν υπάρχει τρόπος.» Ακουγόταν φοβισμένος.

Πήγαν πάλι στον ναό της Λόρκης· δεν ήταν καθόλου δύσκολο να φτάσουν εκεί. «Αφού δεν φαίνεται ότι θα φύγουμε γρήγορα,» είπε ο Βασνάρος, «άρχισε τουλάχιστον να μου λες τι συμβαίνει μ’αυτόν τον Νορβάλη’μορ.»

Ο Σκαρλάτος γέλασε μουντά. «Αν δε βγούμε από δω, Λύκε, θα πεθάνουμε.»

«Έχεις καμια ιδέα για να βγούμε;»

Ο Σκαρλάτος κοίταξε ολόγυρα. «Όχι,» παραδέχτηκε.

«Πες μου, τότε, για τον Νορβάλη’μορ.» Ο Βασνάρος κάθισε σε μια πέτρα κοντά στην είσοδο του ναού.

Ο Σκαρλάτος κάθισε στο έδαφος, με την πλάτη πάνω στη μία από τις δύο πέτρινες στήλες εκατέρωθεν της εισόδου. «Ο Νορβάλης’μορ είναι ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών – όπως, άλλωστε, φαίνεται από την κατάληξη του ονόματός του. Το επίθετό του είναι Ντέρνιλοφ. Είναι πολιτικό πρόσωπο στην Άντχορκ, με αρκετά μεγάλη επιρροή. Έχει άμεση σχέση με την ομοσπονδία που διαμορφώνεται σ’εκείνα τα μέρη. Πολλοί λένε, μάλιστα, ότι ο Νορβάλης Ντέρνιλοφ είναι που ξεκίνησε την όλη ιστορία με τις ομοσπονδίες και μετά ακολούθησαν οι πολιτικοί της Νέσριβεκ. Τέλος πάντων· δεν έχει αυτό μεγάλη σημασία. Το θέμα είναι πως ο Νορβάλης’μορ είναι επικίνδυνο πρόσωπο – και λόγω πολιτικής επιρροής, και λόγω μαγικών γνώσεων, και λόγω των μεθόδων που ακολουθεί.»

«Εννοείς το ότι βάζει βόμβες σε καφετέριες και στέλνει μισθοφόρους να κυνηγάνε κόσμο;»

«Εκτός των άλλων, ναι.» Ο Σκαρλάτος άναψε τσιγάρο. «Ο Νορβάλης θέλει η Ομοσπονδία της Άντχορκ να εκτείνεται όσο το δυνατόν περισσότερο· ακόμα και ώς τη Μέλβερηθ. Προσπαθεί ήδη να πείσει τον Πολιτειάρχη σας να συμφωνήσει μαζί του σ’αυτό, υποσχόμενος να τον κρατήσει στη θέση του Πολιτειάρχη για πολλά, πολλά χρόνια ακόμα.

»Αν συμβεί τέτοιο πράγμα, Λύκε, αν η Ομοσπονδία της Άντχορκ απλώνεται ώς τη Μέλβερηθ και, πιθανώς, πέρα απ’αυτήν, τότε η δύναμή της θα είναι τεράστια. Θα είναι η ισχυρότερη ομοσπονδία στη Σεργήλη. Πολλοί το φοβούνται αυτό – και όχι χωρίς καλό λόγο. Οι πολιτικοί που είναι συγκεντρωμένοι γύρω από τον Νορβάλη’μορ είναι μια πολύ επικίνδυνη κλίκα.

»Η Αρχόντισσα Καρλάνη θέλει να τους αποτρέψει απ’το να πάρουν τη Μέλβερηθ υπό τον έλεγχό τους· γιατί ούτε την Ύγκρας τη συμφέρει αυτό, ούτε τη Μέλβερηθ, ούτε κανέναν. Εκείνο που χρειάζεται, λοιπόν, είναι να ασκήσουμε πιέσεις στον Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ ώστε να μη δεχτεί τις προτάσεις του Νορβάλη’μορ. Εγώ ο ίδιος τού έχω μιλήσει, ως διπλωματικός αντιπρόσωπος της Αρχόντισσας της Ύγκρας, μα δεν είμαι σίγουρος ότι τα λόγια μου θα αποδειχτούν αρκετά, Λύκε. Γι’αυτό χρειαζόμαστε εσένα.

»Θέλουμε να επηρεάσεις τους ανθρώπους των δρόμων εναντίον της Ομοσπονδίας της Άντχορκ, ώστε να δημιουργηθεί ένα ρεύμα ανάμεσα στον κόσμο το οποίο θα ασκήσει πιέσεις στον Πολιτειάρχη. Θέλουμε να τους κάνεις να ζητούν να φτιαχτεί η Ομοσπονδία της Μέλβερηθ–»

«Όχι η Ομοσπονδία της Ύγκρας;»

Ο Σκαρλάτος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Η Αρχόντισσα Καρλάνη δεν έχει επεκτατικές βλέψεις. Απλώς δεν θέλει νάχει πάνω απ’το κεφάλι της έναν κολοσσό που ξεκινά απ’τις ακτές της θάλασσας και τελειώνει νότια της Μέλβερηθ. Προτιμά να έχει από πάνω της την Ομοσπονδία της Μέλβερηθ, με την οποία θα μπορεί καλύτερα να διαπραγματευτεί. Οι πολιτικές δυνάμεις στην περιοχή θα είναι πολύ πιο ισορροπημένες έτσι.

»Για όλους θα είναι καλύτερα, Λύκε. Με πιστεύεις, δεν με πιστεύεις;»

«Σε πιστεύω,» αποκρίθηκε ειλικρινά ο Βασνάρος. Καταλάβαινε ότι, αναμφίβολα, μια ομοσπονδία που εκτεινόταν από τις ακτές της θάλασσας ώς τα νότια της Μέλβερηθ θα ήταν πανίσχυρη, και πολύ επικίνδυνη αν την έλεγχαν τα λάθος άτομα. Και τώρα, μάλλον, τα άτομα ήταν όντως λάθος. Ό,τι πολιτικές σκοπιμότητες κι αν υπήρχαν, ήταν απλά εγκληματικό να βάζεις έτσι μια βόμβα μέσα στον Σοβαρό.

«Όλα τούτα, όμως,» είπε ο Σκαρλάτος, «είναι ασήμαντα τώρα για εμάς, Λύκε...» Κι έμοιαζε προβληματισμένος. Εννοούσε, προφανώς, επειδή βρίσκονταν κλεισμένοι στην ενδοδιάσταση.

«Αποκλείεται να μην υπάρχει τρόπος να φύγουμε,» είπε ο Βασνάρος. «Τι τραγούδι ήταν αυτό που τραγουδούσε η ιέρεια; Δε θα μπορούσαμε να το τραγουδήσουμε κι εμείς;»

«Λογικά, θα μπορούσαμε – αν το ξέραμε. Αν και, βέβαια, είμαι φάλτσος μέχρι αηδίας...»

«Ούτε για να σώσεις τη ζωή σου δεν μπορείς να τραγουδήσεις;» Ο Βασνάρος σηκώθηκε απ’την πέτρα όπου καθόταν.

«Πολύ το φοβάμαι, Λύκε.» Και ο Σκαρλάτος σηκώθηκε.

«Πάμε να ψάξουμε μες στον ναό. Ίσως να υπάρχουν γραμμένες πουθενά οι νότες του τραγουδιού.»

Ο Σκαρλάτος έκοψε ακόμα ένα κλαδί, με το ξιφίδιό του, για να το ανάψει ως δαυλό.

*

Τα δύο οχήματα πλησίαζαν τη Χαμηλόνεφη έχοντας κόψει ταχύτητα.

«Σβήσε τα φώτα σου,» είπε ο Αργύριος στον Θόα, «γιατί εδώ ίσως να μας δουν.»

Ο Θόας τα έσβησε, αν και δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Δεν θεωρούσε το φεγγαρόφωτο αρκετό για να τον οδηγεί μέσα στην αραιή ομίχλη.

Τα δύο οχήματα σταμάτησαν τελικά κάπου νότια της Χαμηλόνεφης, κοντά σ’ένα μικρό αεροπλάνο.

«Τι θέλει αυτό το αεροπλάνο εδώ;» είπε ο Θόας, πατώντας το φρένο.

Εκείνος που ήταν πάνω στο δίκυκλο κατέβηκε, και ο Θόας παρατήρησε: «Δεν είναι άντρας. Νόμιζα πριν ότι ήταν άντρας.»

«Την πλάτη της βλέπαμε μόνο, και το τουφέκι της,» είπε η Βατράνια.

Ένας άντρας – σίγουρα άντρας – βγήκε από το εσωτερικό του τετράκυκλου οχήματος, και μαζί με τη γυναίκα ζύγωσαν το αεροπλάνο, κοίταξαν μέσα του, και μετά επέστρεψαν στα οχήματά τους. Έβαλαν πάλι τους τροχούς σε κίνηση κι έφυγαν, κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά.

«Να τους ακολουθήσω;» ρώτησε ο Θόας.

«Εννοείται!» είπε η Βατράνια.

Ο Θόας σκέφτηκε: Κοίτα να δεις που στο τέλος θα σκοτωθούμε εδώ πέρα... Πάτησε το πετάλι και οδήγησε, με προσοχή, στο κατόπι των δύο οχημάτων, εξακολουθώντας νάχει τα φώτα του σβηστά. «Δε φαίνεται να σκοπεύουν να μπουν στην πόλη...»

«Όχι,» είπε ο Αργύριος, «δεν πάνε προς την πόλη. Πάνε στα ανατολικά της.»

«Εκεί πρέπει νάναι ο πατέρας μου,» είπε η Βατράνια. «Πρέπει να κρύβεται.»

«Και πώς θα τον βοηθήσουμε εμείς οι τρεις;» έθεσε το ερώτημα ο Θόας. «Αυτοί είναι όλοι επαγγελματίες φονιάδες, Βατράνια.»

«Δε δίστασες να με βοηθήσεις στην Ακριανή,» του θύμισε.

«Εκείνοι ήταν κάτι συμμορίτες. Ετούτοι είναι επαγγελματίες.»

«Αλλά δεν μας έχουν δει.»

«Δεν μας έχουν δει ακόμα.»

Ο Αργύριος τούς διέκοψε: «Υπομονή. Το αναγνωρίζω αυτό το μέρος.»

Η Βατράνια στράφηκε να τον κοιτάξει. «Έχεις ξανάρθει;»

«Υπάρχει ένας ναός της Λόρκης εδώ. Αλλά δεν μπορεί να φτάσει σ’αυτόν ο καθένας. Πρέπει να ξέρεις ποια σημάδια ν’ακολουθήσεις.»

«Νομίζεις ότι ίσως εκεί νάχει κρυφτεί ο πατέρας μου;»

«Γνωρίζει τούτα τα μέρη;»

Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Δεν είμαι σίγουρη...»

Ο Θόας πάτησε το φρένο, βλέποντας τα δύο οχήματα να σταματάνε. Η γυναίκα κατέβηκε απ’το δίκυκλο, και πέντε άλλοι βγήκαν απ’το τετράκυκλα. Οι τρεις είχαν τουφέκια στους ώμους, και δύο κρατούσαν πιστόλια στα χέρια.

«Γαμήσου...» μουρμούρισε ο Θόας. «Έτσι και μας δουν, μπορούν να μας θερίσουν στη στιγμή.»

Οι έξι μισθοφόροι, εγκαταλείποντας τα οχήματά τους, άρχισαν να βαδίζουν μες στο έρημο τοπίο.

«Γιατί άφησαν τα οχήματα;» είπε η Βατράνια.

«Δε βλέπεις πόσα δέντρα έχει από δω και πέρα; Δε βλέπεις τι κοτρόνες έχει;» είπε ο Θόας. «Μόνο να βαδίσεις μπορείς. Το τετράκυκλο δεν περνά.»

«Πρέπει κι εμείς να κατεβούμε, δηλαδή;»

«Αν επιμένεις να τους ακολουθήσουμε.»

Ο Αργύριος είπε πριν από τη Βατράνια: «Θα τους ακολουθήσουμε,» κι ανοίγοντας μια από τις πίσω πόρτες βγήκε. Μαζί του είχε τα κιάλια της Χριστίνας, καθώς κι έναν σάκο με κάτι άλλα πράγματα που είχε βρει στο όχημα.

Ο Θόας σκέφτηκε: Η Χριστίνα θα τσαντιστεί αν της χάσουμε τα πράγματά της. Αλλά δεν είπε τίποτα στον Αργύριο. Ήταν τέτοια η κατάσταση, που τι να του έλεγε; Επιπλέον, τον ψιλοφοβόταν· ο τύπος αποκλείεται να ήταν τελείως με τα καλά του.

Η Βατράνια και ο Θόας τον ακολούθησαν μέσα στο νυχτερινό τοπίο, παραπατώντας κι οι δύο πάνω στις πέτρες και στα χόρτα. Μπορεί να ήταν αλητόπαιδα, αλλά ήταν αλητόπαιδα της πόλης· η ύπαιθρος τούς δυσκόλευε αρκετά, ειδικά μες στο σκοτάδι. Ο Αργύριος, αντιθέτως, έμοιαζε να κινείται άνετα σαν λύκος των βουνών.

«Από τα Φέρνιλγκαν είν’ ο άνθρωπος;» μουρμούρισε ο Θόας.

Ο Αργύριος τούς κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Μην ανάψετε κάνα φακό,» τους προειδοποίησε.

«Δεν έχουμε φακό μαζί μας, φίλε,» του είπε ο Θόας.

«Βρήκα έναν στο όχημα.» Ο Αργύριος άγγιξε τον σάκο που είχε πάρει μαζί του.

Ο Θόας αναστέναξε. «Προσπάθησε, τουλάχιστον, να μην τα σπάσεις ή τα χάσεις αυτά τα πράγματα· είναι της αδελφής μου, και θα τσαντιστεί. Μαζί μου.»

«Μην ανησυχείς.»

«Σταμάτα πια να φοβάσαι τόσο την αδελφή σου!» είπε η Βατράνια στον Θόα.

«Δεν τη φοβάμαι!»

«Τότε γιατί–;»

«Σσσσς!» τους έκανε επιτακτικά ο Αργύριος. «Οι ήχοι ακούγονται μακριά μες στη νυχτερινή ύπαιθρο.»

Αυτό ήταν αρκετό για να τους βουβάνει και τους δύο. Περισσότερο από την αδελφή του Θόα, και η Βατράνια και εκείνος φοβόνταν τους μισθοφόρους. Έμοιαζαν επικίνδυνοι. Ήταν επικίνδυνοι, αναμφίβολα.

Αφού διέσχισαν μια όχι και τόσο μεγάλη απόσταση μέσα στην ύπαιθρο, οι έξι μισθοφόροι έφτασαν σ’ένα μέρος όπου βρίσκονταν άλλοι πέντε άνθρωποι. Οι τέσσερις ήταν σίγουρα μισθοφόροι σαν αυτούς. Ο πέμπτος – ή, ίσως, η πέμπτη: δύσκολο να πεις αν επρόκειτο για γυναίκα ή άντρα, έτσι κουκουλωμένος με μαύρη κάπα όπως ήταν – στεκόταν ακίνητος με τρόπο που φάνταζε αφύσικος, λες κι ήταν υπνωτισμένος.

Οι μισθοφόροι άρχισαν να μιλάνε αναμεταξύ τους, αλλά η Βατράνια κι ο Θόας δεν μπορούσαν ν’ακούσουν τι έλεγαν από εκεί όπου είχαν γονατίσει για να τους παρακολουθούν, πίσω από κάτι πέτρες.

«Τι συμβαίνει;» ψιθύρισε η Βατράνια στον Αργύριο.

«Δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά έχω μια υποψία.»

«Τι υποψία;»

«Βρισκόμαστε στον δρόμο για τον ναό της Λόρκης. Ο πατέρας σου, πράγματι, πρέπει να έχει πάει εκεί... και προσπαθούν ίσως να τον εντοπίσουν.»

Ο Θόας ρώτησε: «Γιατί στέκονται, τότε;»

«Το μονοπάτι που οδηγεί στον ναό είναι αόρατο, φίλε μου. Μπορούν να το ακολουθήσουν μόνο όσοι γνωρίζουν τα σημάδια της Λόρκης στο τοπίο. Αν δεν γνωρίζεις τα σημάδια, δεν μπορείς να φτάσεις στον ναό. Ο ναός δεν βρίσκεται στη Σεργήλη ακριβώς· βρίσκεται σ’έναν χώρο που οι περισσότεροι μάγοι, υποθέτω, θα αποκαλούσαν ‘ενδοδιάσταση’. Κι αυτή εκεί, με την κουκούλα, πρέπει νάναι μάγισσα που προσπαθεί να εντοπίσει, ίσως, κάποιο τρόπο για να μπει στην ενδοδιάσταση.»

«Είσαι σίγουρος ότι είναι γυναίκα;» είπε η Βατράνια.

«Για γυναίκα μού μοιάζει.»

«Και μπορεί όντως να μπει σ’αυτή την ενδόσταση;»

«Ενδοδιάσταση,» τη διόρθωσε ο Αργύριος. «Και δεν ξέρω αν μπορεί να μπει ή όχι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι μπορείς να μπεις μόνο ακολουθώντας τα σημάδια της Λόρκης.»

«Ας μπούμε λοιπόν! Να δούμε αν ο πατέρας μου είναι εκεί.»

«Δε γίνεται. Οι μισθοφόροι είναι στον δρόμο μας.»

«Και τι θα κάνουμε; Θα καθίσουμε και θα περιμένουμε, γαμώτο; Μπορεί ο πατέρας μου να κινδυνεύει!»

«Αν έχει μπει στην ενδοδιάσταση; Όχι, δεν το νομίζω. Υπάρχει μια ιέρεια στον ναό εκεί. Αρκετά γριά και αρκετά παράξενη, αλλά φιλική κατά βάθος. Είχε, μάλιστα, βοηθήσει πολλούς επαναστάτες να κρυφτούν, τον καιρό της Κατοχής.»

«Πρέπει κάπως να τους διώξουμε από κει,» είπε η Βατράνια, «και να μπούμε στην ενδόσταση.» Κρατούσε το πιστόλι της στο χέρι, κι αναρωτιόταν πόσους θα προλάβαινε να πυροβολήσει προτού την καθαρίσουν. Ήταν δέκα μισθοφόροι συγκεντρωμένοι εκεί πέρα, μα τα μαλλιά της Λόρκης!

Ο Αργύριος είπε: «Υπάρχει μια φωτοβολίδα μες στον σάκο μου. Ίσως να τους τραβούσε την προσοχή μακριά από εδώ...»

Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Και μόλις έχουν απομακρυνθεί θα μπούμε στην ενδόσταση;»

«Ναι. Θυμάμαι πού είναι τα σημάδια.»

«Ας το κάνουμε, τότε!»

Ο Αργύριος έβγαλε τη φωτοβολίδα απ’τον σάκο. «Θα σ’την πληρώσω μετά,» είπε στον Θόα.

Εκείνος ρουθούνισε. «Καλά, άμα ζήσουμε, το συζητάμε.»

*

«Αφού δεν είναι μάγοι, πώς μπήκαν στην ενδοδιάσταση;»

«Ούτε η κυρία δεν ξέρει ακριβώς.»

«Κάποιο κόλπο πρέπει να γνωρίζουν.»

«Και πόση ώρα θα κάνει ν’ανοίξει το πέρασμα, για να μπούμε κι εμείς;»

«Δε μας είπε.»

«Ώς τότε δεν θάχουν φύγει μακριά οι δυο τους; Πόσο μεγάλη είν’ αυτή η ενδοδιάσταση;»

«Πού θες να ξέρουμε, ρε;»

«Είπα μήπως σας το είπε η κυρία.»

«Μάγισσα είναι, όχι μάντισσα.»

«Οι μάγοι τα ανιχνεύουν κάτι τέτοια, εξυπνάκια.»

«Φως!» Η μισθοφόρος με το τουφέκι στον ώμο – αυτή που πριν ήταν πάνω στο δίκυκλο – έδειξε προς τα βόρεια.

«Σαν από φωτοβολίδα...»

«Πηγαίντε να δείτε εσείς οι τέσσερις, κι εμείς θα μείνουμε δω με την κυρία.»

Η Χαρίκλεια’σαρ δεν φαινόταν να έχει πάρει είδηση τι γινόταν. Μέσα απ’την κουκούλα της, τα μάτια της ήταν κατάλευκα, χωρίς κόρες, τα χείλη της πιεσμένα, τα μάγουλά της τσιτωμένα, το μέτωπό της αυλακωμένο· έμοιαζε να βλέπει κάποιο πολύ έντονο όνειρο ενώ στεκόταν όρθια.

«Να μην την ειδοποιήσουμε;»

«Θες να τη διακόψουμε;»

«Είναι σημαντικό, δεν είναι;»

Οι μισθοφόροι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους, αναποφάσιστοι προς στιγμή. Ύστερα ο πιλότος του αεροσκάφους είπε: «Πρέπει να την ειδοποιήσουμε,» κι άγγιξε τον ώμο της μάγισσας, κουνώντας την ελαφρά. «Κυρία... Κυρία!»

Η Χαρίκλεια’σαρ βλεφάρισε, και τα μάτια της δεν ήταν πλέον κατάλευκα· οι κόρες είχαν εμφανιστεί ξανά. Τα χείλη της είχαν χαλαρώσει, το ίδιο κι ολόκληρο το πρόσωπό της. «Δε σας είπα να μη μ’ενοχλήσετε;» έκανε, θυμωμένη.

«Δείτε, κυρία.» Ο πιλότος τής έδειξε το φως.

«Τι...;»

«Ίσως νάναι αυτοί,» είπε η μισθοφόρος.

Η Χαρίκλεια κοίταξε τους ανθρώπους γύρω της. «Ήρθατε κι εσείς...» παρατήρησε, βλέποντας τους μισθοφόρους από τη Μέλβερηθ.

«Ναι, κυρία, πριν από λίγο.»

«Να πάμε να ερευνήσουμε;» τη ρώτησε ο πιλότος.

Η Χαρίκλεια πρόσταξε τους νεοαφιχθέντες να πάνε και να την ενημερώσουν τηλεπικοινωνιακά.

Οι έξι μισθοφόροι έτρεξαν.

*

«Γαμώτο!» είπε η Βατράνια. «Δε φεύγουν όλοι!»

Ο Αργύριος – που είχε απομακρυνθεί για λίγο, ώστε να πετάξει τη φωτοβολίδα εκεί όπου ήθελε – είχε μόλις επιστρέψει. «Μόνο η φιάλη μάς απομένει τώρα. Συμφωνείτε, έτσι;» Έβγαλε από τον σάκο μια ενεργειακή φιάλη που είχε πάρει μαζί του από το όχημα της Χριστίνας, η οποία ήταν στον πίσω χώρο ως ρεζέρβα.

Ο Θόας αναστέναξε. «Αφού την ξεκινήσαμε που την ξεκινήσαμε τη μαλακία...»

«Ναι, γρήγορα!» είπε η Βατράνια.

Ετοίμασαν κι οι τρεις τα πιστόλια τους. Ύστερα, ο Αργύριος πέταξε τη φιάλη προς τα εκεί όπου στέκονταν οι τέσσερις μισθοφόροι και η μάγισσα – κι αμέσως την πυροβόλησαν καθώς την έβλεπαν να κατρακυλά. Οι σφαίρες τους έσπασαν το δοχείο, ενεργειακά υγρά πετάχτηκαν έξω, και οι σπινθήρες τα πυροδότησαν– Έκρηξη! Χόρτα και θάμνοι άρπαξαν φωτιά.

*

Η Χαρίκλεια’σαρ τρόμαξε ακούγοντας τους πυροβολισμούς, προσπάθησε να καλυφτεί πίσω από τους μισθοφόρους καθώς εκείνοι έβγαζαν τα όπλα τους–

Έκρηξη: το νυχτερινό τοπίο φωτίστηκε.

Η βλάστηση πυρπολήθηκε. Γλώσσες φωτιάς άρχισαν να χορεύουν.

Οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν.

«Πίσω!» είπε ένας μισθοφόρος. «Πίσω! Μακριά!»

Η Χαρίκλεια’σαρ απομακρύνθηκε μαζί τους από το σημείο όπου είχαν εξαφανιστεί ο Βασνάρος και ο Σκαρλάτος, απορώντας ποιοι ήταν αυτοί που τους επιτίθονταν. Σύμμαχοι του Σκαρλάτου; Κι αν ναι, πώς τους είχαν βρει; Ή μήπως ήταν σύμμαχοι του Βασνάρου; Αλλά και πάλι – πώς τους είχαν βρει;

Καθώς η μάγισσα και οι μισθοφόροι υποχωρούσαν αποπροσανατολισμένοι, ο Αργύριος έτρεξε μέσα στο νυχτερινό τοπίο και η Βατράνια κι ο Θόας τον ακολούθησαν. Πέρασαν πίσω από τις φωτιές και τους καπνούς και μπήκαν σ’ένα μέρος όλο μεγάλες πέτρες, κάμποσα μέτρα πιο πέρα από εκεί όπου, πριν, στέκονταν η μάγισσα και οι μισθοφόροι.

Ο Αργύριος, σκυμμένος για να μη δίνει στόχο, κοίταξε πάνω σ’έναν μεγάλο βράχο. «Ναι, εδώ είναι,» μουρμούρισε. Και προς τη Βατράνια και τον Θόα: «Πίσω μου! Ακριβώς πίσω μου.» Προχώρησε ακλουθώντας την κατεύθυνση που υποδείκνυε το σημάδι πάνω στην πέτρα.

Οι μισθοφόροι πρέπει να είδαν τις τρεις σκιερές μορφές τους (παρότι ήταν σκυμμένοι όλοι τους) γιατί άρχισαν να τους πυροβολούν. Ο Αργύριος, η Βατράνια, και ο Θόας έριξαν επίσης μερικές πιστολιές, στα τυφλά, απλά και μόνο για να αποθαρρύνουν τους εχθρούς τους.

Και σύντομα βρέθηκαν σ’έναν τόπο γεμάτο πυκνή αειθαλή βλάστηση, έχοντας αφήσει τις μεγάλες πέτρες πίσω τους. Οι πυροβολισμοί ακούγονταν τώρα σαν από αφάνταστα μεγάλη απόσταση.

Κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, η Βατράνια μπορούσε να δει τις φλόγες και τους καπνούς απόμακρα, πολύ απόμακρα – σαν όνειρο, σχεδόν, είχε την παράξενη εντύπωση. Αισθανόταν τα ρούχα της να κολλάνε από τον ιδρώτα, και η αναπνοή της ήταν γρήγορη και κοφτή. Δε θυμόταν ποτέ ξανά στη ζωή της να έχει νιώσει τόσο ταραγμένη, παρότι είχε βρεθεί σε πολλά κυνηγητά μέσα στη Μέλβερηθ. Η ύπαιθρος την αγρίευε. Το ίδιο και οι άγνωστοι μισθοφόροι. Και ανησυχούσε πολύ για τον πατέρα της.

Ο Αργύριος είπε: «Πρέπει να είμαστε ασφαλείς τώρα. Πρέπει να είμαστε μες στην ενδοδιάσταση. Το σημάδι που κοίταξα πριν είναι το δεύτερο, ουσιαστικά, που πρέπει ν’ακολουθήσεις. Αλλά λίγο μετά απ’αυτό είναι που ξεκινά η ενδοδιάσταση, αν ακολουθήσεις ακριβώς την πορεία που ακολουθήσαμε. Το πρώτο σημάδι είναι ένας απλός οδοδείκτης.»

«Δηλαδή, τώρα είμαστε μέσα στην ενδόσταση;»

«‘Ενδοδιάσταση’ τη λένε, Βατράνια,» της είπε ο Θόας.

Εκείνη τον αγριοκοίταξε.

Ο Αργύριος τής απάντησε: «Ναι.»

«Δε φαίνεται τίποτα το διαφορετικό,» είπε η Βατράνια, παραξενεμένη.

«Ναι, αυτή την εντύπωση δίνει. Εκτός αν είσαι πολύ, πολύ προσεχτικός. Θα διαπιστώσεις τότε ότι αισθάνεσαι διαφορετικά εδώ.»

«Σαν μέσα σε όνειρο...» μουρμούρισε η Βατράνια.

«Ακριβώς.»

Ο Αργύριος, λίγο παρακάτω, γονάτισε πλάι σ’ένα δέντρο, παραμέρισε το χορτάρι, και, ανάβοντας τον φακό της Χριστίνας, κοίταξε το σημάδι της Λόρκης που ήταν χαραγμένο πάνω σε μια πέτρα. «Εντάξει,» είπε καθώς σηκωνόταν όρθιος, «σε καλό δρόμο βρισκόμαστε.»

«Κι αν αυτοί οι μισθοφόροι έρθουν πίσω μας;» ρώτησε ο Θόας.

«Δεν ξέρουν τα σημάδια που πρέπει ν’ακολουθήσουν. Το μόνο που μ’ανησυχεί είναι η μάγισσά τους. Γι’αυτό κιόλας πρέπει να ειδοποιήσουμε την ιέρεια του ναού και τον Βασνάρο. Ελάτε.»

Ο Θόας και η Βατράνια βάδισαν πίσω του μέσα στο δάσος.


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share