Επεισόδιο #10               

ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

 

«Αεροσκάφος!» φώναξε ο Σκαρλάτος για ν’ακουστεί πίσω από τον θόρυβο του τρένου και του αέρα.

«Τι;» είπε ο Βασνάρος.

«Αεροπλάνο. Ίσα που φαίνεται. Και δε νομίζω νάναι τυχαία εδώ.»

Ο Βασνάρος έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, ενώ συνέχιζε να κρατιέται μπρούμυτα πάνω στο βαγόνι. Για λίγο, υπέθεσε ότι ο Σκαρλάτος ίσως να είχε σφάλει. Μετά, όμως, είδε κι εκείνος το αεροπλάνο. Με το ζόρι διακρινόταν, κατάμαυρο καθώς ήταν μες στον νυχτερινό ουρανό. Το μόνο που το φανέρωνε προς στιγμή ήταν η αντανάκλαση του φωτός του μεγάλου φεγγαριού της Σεργήλης πάνω στα μέταλλά του.

«Δε μπορεί νάναι τυχαία εδώ!» φώναξε πάλι ο Σκαρλάτος.

«Ναι,» συμφώνησε ο Βασνάρος. Το αεροπλάνο έμενε εσκεμμένα κοντά στο τρένο· ήταν καταφανές. Θα μπορούσε άνετα να το είχε προσπεράσει αν πήγαινε προς τα βόρεια· ή αν πήγαινε προς άλλη κατεύθυνση θα είχε ήδη εξαφανιστεί. «Μείνε ακίνητος,» είπε ο Βασνάρος στον Σκαρλάτο, «και ξαπλωμένος. Μες στη νύχτα δεν πρέπει να μπορούν να μας διακρίνουν.»

«Σωστός, Λύκε.»

«Και μετά θα μου πεις ποιος γαμημένος καριόλης είν’ αυτός ο Νορβάλης’μορ που έχει να στέλνει αεροπλάνα να μας κυνηγάνε!»

«Ναι, μετά.»

Ο θόρυβος του τρένου και του ανέμου δεν τους άφηνε να πιάσουν κουβέντα. Επιπλέον, έπρεπε κι οι δύο να καταβάλλουν αξιοσημείωτη προσπάθεια για να κρατιούνται πάνω στο βαγόνι. Κανείς τους δεν ήταν νέος. Ο Σκαρλάτος ήταν δέκα χρόνια μικρότερος από τον Βασνάρο – πράγμα που σήμαινε ότι είχε περάσει τα πενήντα. Δυο γέροι πιασμένοι πάνω σ’ένα γαμημένο τρένο που τρέχει προς τη Θακέρκοβ, γαμώ τα μπούτια της Λόρκης γαμώ! γρύλισε εσωτερικά ο Βασνάρος, έχοντας τα μάτια μισόκλειστα για να μην τον ενοχλεί ο άνεμος. Ή, μάλλον, για να τον ενοχλεί όσο το δυνατόν λιγότερο. Αισθανόταν σαν παγερές βελόνες να χτυπάνε τους οφθαλμούς του.

Και μετά έλεγα στην κόρη μου να μην πιάνεται πάνω σε τρένα για την πλάκα της... Αν είναι να το κάνεις, καλύτερα να το κάνεις όσο είσαι ακόμα νέος!

Ο πρώτος σιδηροδρομικός σταθμός ύστερα από τη Μέλβερηθ ήταν σε μια μικρή πόλη που ονομαζόταν Χαμηλόνεφη, στους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς. Ο Βασνάρος είχε πάει μια φορά εκεί, πολύ παλιότερα· δεν την ήξερε καλά την περιοχή, αλλά γνώριζε ότι το τρένο έκανε καμια ώρα μέχρι να φτάσει. Η απόσταση ήταν γύρω στα εκατό χιλιόμετρα από τη Μέλβερηθ. Και πόση ώρα είναι που κρατιόμαστε εδώ πάνω, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ; Ο Βασνάρος δεν είχε το κουράγιο να κοιτάξει το ρολόι του. Ή θα τα καταφέρω να κρατιέμαι μέχρι τη Χαμηλόνεφη ή θα πέσω και αυτό θα είναι το τέλος μου. Δε χρειάζονταν άλλες σκέψεις.

Αλλά, καθώς συνέχιζε να κρατιέται στο βαγόνι, το μυαλό του δεν μπορούσε να ησυχάσει. Όχι επειδή ανησυχούσε για τον εαυτό του – είχε ήδη ζήσει πολλά χρόνια στη Σεργήλη και δεν περίμενε ποτέ ο θάνατός του να είναι ήρεμη υπόθεση, επάνω στον καναπέ παρέα μ’ένα καλό βιβλίο – αλλά επειδή ανησυχούσε για την κόρη του. Τι δουλειά είχε η μικρή στον Σοβαρό; Και από πού τον είχε καλέσει; Η ίδια δεν κουβαλούσε τηλεπικοινωνιακό πομπό συνήθως. Ο Βασνάρος τής είχε αγοράσει έναν αλλά ποτέ δεν τον έπαιρνε μαζί της – δήθεν ότι τον ξεχνούσε! Πρέπει, κυρίως, να ήθελε να αποφεύγει την Αριστέα. Αν και, μάλλον, γενικά δεν της άρεσε να μπορούν να τη βρουν εκεί όπου τριγύριζε. Ο Βασνάρος είχε σκεφτεί να τσακωθεί μαζί της σχετικά μ’αυτό – ειδικά ύστερα από την επίθεση που είχε δεχτεί από τα παλιά μέλη των Ανατολικών Φρουρών – όμως δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει. Η Βατράνια ήδη αισθανόταν άσχημα με τη μητέρα της· δεν χρειαζόταν να την κάνει να αισθάνεται άσχημα και μ’εκείνον.

Αλλά από πού τον είχε καλέσει τώρα; Είχε τύχει να έχει τον πομπό μαζί της; Του φαινόταν περίεργο. Και τι δουλειά μπορεί να είχε κοντά στον Σοβαρό ούτως ή άλλως; Μόνο μία απάντηση ερχόταν στο μυαλό του Βασνάρου: Τον είχε ακολουθήσει ώς εκεί. Πρέπει να τον είχε κρυφακούσει να μιλά με τον Σκαρλάτο και, μετά, να τον είχε ακολουθήσει.

Ο Βασνάρος ευχόταν η κόρη του να μη γινόταν στόχος των ανθρώπων αυτού του Νορβάλη’μορ, όποιος κι αν ήταν.

Το βλέμμα του, κάθε τόσο, πήγαινε προς τον ουρανό, για να δει αν το αεροπλάνο εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί: και πάντα εκεί το έβρισκε. Με κάποια δυσκολία το διέκρινε μέσα στη νύχτα. Πρέπει να περιμένουν να κατεβούμε... και κατά πάσα πιθανότητα έχουν μάγο μαζί τους ο οποίος μπορεί να μας ανιχνεύσει. Αλλιώς, πώς μας έβρισκαν τόσο εύκολα στη Μέλβερηθ;

Τα χέρια του είχαν μουδιάσει πλέον, όταν η αμαξοστοιχία έφτασε στους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς και στο σταθμό της Χαμηλόνεφης. Η μικρή πόλη ήταν τυλιγμένη σε αραιή ομίχλη. Δεν είχε πάρει τυχαία το όνομά της· συχνά ομίχλες σκέπαζαν ετούτα τα μέρη. Πράγμα που μας συμφέρει, σκέφτηκε ο Βασνάρος, έτσι όπως είναι η κατάσταση τώρα.

«Εδώ κατεβαίνουμε,» είπε στον Σκαρλάτο, καθώς το τρένο σταματούσε.

«Την ξέρω αυτή την πόλη,» παρατήρησε ο Σκαρλάτος. «Η Χαμηλόνεφη.»

Τον Βασνάρο δεν τον ξάφνιαζε τούτο· ο Σκαρλάτος είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη της Σεργήλης δουλεύοντας για την Επανάσταση, μεταφέροντας μηνύματα, φορώντας τόσες πολλές μεταμφιέσεις που πρέπει να κινδύνευε να ξεχάσει την πραγματική του εμφάνιση.

«Ναι,» είπε ο Βασνάρος και ξεγάντζωσε τα δάχτυλά του από εκεί όπου ήταν πιασμένα, παίρνοντας γονατιστή θέση πάνω στο βαγόνι. Τα χέρια του πονούσαν ύστερα από μια ώρα ακινησίας. Ολόκληρο το σώμα του πονούσε.

Ρίχνοντας μια ματιά στο πλάι, πήδησε απ’το βαγόνι, και ο Σκαρλάτος τον ακολούθησε, μέσα στο σκοτάδι και στην αραιή ομίχλη.

«Ε, εσείς!» αντήχησε μια φωνή από κάπου· κάποιος φύλακας του σταθμού, μάλλον, τους είχε δει. Δεν ήταν συνηθισμένο οι επιβάτες του τρένου να αποβιβάζονται πηδώντας απ’την οροφή των βαγονιών.

Ο Βασνάρος κι ο Σκαρλάτος έτρεξαν.

«Περιμέντε, ρε πούστηδες! Περιμέντε!» φώναξε ο φύλακας – και κρίνοντας απ’τη φωνή του δεν πρέπει ούτε αυτός να ήταν πολύ νέος. Για λίγο ακούστηκε να τους κυνηγά, αλλά σύντομα εγκατέλειψε την καταδίωξη.

Ο Βασνάρος και ο Σκαρλάτος βρίσκονταν τώρα στο εσωτερικό της μικρής πόλης. Γύρω τους τα οικοδομήματα ήταν χαμηλά· δεν έμοιαζαν ούτε κατά διάνοια με τις ψηλές πολυκατοικίες της Μέλβερηθ. Και το πλακόστρωτο κάτω από τα πόδια τους ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέπαζε τους δρόμους της μεγάλης πόλης οι οποίοι ήταν φτιαγμένοι για τη συνεχή διέλευση οχημάτων.

«Για γέροι,» είπε ο Σκαρλάτος, λαχανιασμένα, «είμαστε ακόμα αρκετά ευέλικτοι, ε, Λύκε;»

Ο Βασνάρος γέλασε. «Να μιλάς για τον εαυτό σου, μαντατοφόρε.»

Ο Σκαρλάτος έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. «Αν θυμάμαι καλά, τα τηλεπικοινωνιακά σήματα δεν φτάνουν από εδώ ώς τη Μέλβερηθ. Κάνω λάθος;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά μπορείς να δοκιμάσεις. Θες να καλέσεις τη Σερφάντια;»

«Ναι. Εσένα ποιος σε κάλεσε όσο ήμασταν πάνω στο βαγόνι;»

«Η κόρη μου.»

«Τι της είπες;»

«Δεν πρόλαβα να της πω και πολλά, δυστυχώς. Εκείνη μού είπε ότι ήταν κοντά στον Σοβαρό.»

«Σύμπτωση;»

«Δεν ξέρω. Κάλεσε τη Σερφάντια, να δούμε αν μπορείς.»

Ο Σκαρλάτος πάτησε ένα κουμπί πάνω στον πομπό του, και διαπίστωσε ότι το σήμα δεν έφτανε ώς τη Μέλβερηθ.

*

Η Χαρίκλεια’σαρ είδε, μέσα από τον οπτικό φακό της, το τρένο να σταματά στον σταθμό της μικρής πόλης. «Κατέβασέ μας κάπου εδώ,» είπε στον πιλότο.

«Το μέρος είναι όλο ομίχλες. Θάναι επικίνδυνο,» αποκρίθηκε εκείνος, αλλά άρχισε να κατεβάζει το αεροπλάνο κάθετα σ’ένα σημείο νότια της μικρής πόλης το οποίο έμοιαζε να έχει χώρο για προσγείωση ενός τόσο μικρού σκάφους.

«Η Χαμηλόνεφη δεν είναι αυτή η πόλη;» ρώτησε η Χαρίκλεια’σαρ.

Η μισθοφόρος που καθόταν πλάι στον πιλότο πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα του αεροπλάνου, ελέγχοντας τον χάρτη που ήταν αποθηκευμένος στο σύστημα. «Ναι, κυρία,» είπε. «Η Χαμηλόνεφη είναι.»

Το αεροσκάφος προσγειώθηκε ομαλά. «Σβήσε τις μηχανές,» πρόσταξε η Χαρίκλεια’σαρ, και ο πιλότος τις έσβησε. Η μάγισσα διέκοψε τη Μαγγανεία Κινήσεως και σηκώθηκε από το κάθισμά της. Άνοιξε μια πλαϊνή πόρτα και βγήκε απ’το αεροπλάνο. Οι μισθοφόροι την ακολούθησαν.

Η Χαρίκλεια έβγαλε το καθρεφτάκι από την τσάντα στον γοφό της και μουρμούρισε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, φέρνοντας στο νου της το πρόσωπο του Σκαρλάτου. Σύντομα, μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε πάνω στο κάτοπτρο.

«Εδώ είναι,» είπε η μάγισσα. «Μέσα στην πόλη.»

Δύο μισθοφόροι έβγαλαν τουφέκια από τους ώμους τους, δύο τράβηξαν πιστόλια.

*

Ο Βασνάρος κοίταξε στον ουρανό. Η ομίχλη δεν έφτανε τόσο ψηλά ώστε να του τον κρύβει. Αλλά δεν μπορούσε να δει πουθενά το αεροπλάνο που τους καταδίωκε. «Προσγειώθηκαν, μάλλον,» είπε, «και θάχουν αρχίσει να μας ψάχνουν. Ποιος είν’ αυτός ο Νορβάλης’μορ που μπορεί να στέλνει αεροπλάνα να μας κυνηγάνε, Σκαρλάτε;»

«Θα σου πω,» αποκρίθηκε ο Σκαρλάτος, που δεν είχε πάψει καθόλου να βαδίζει και ο Βασνάρος τον ακολουθούσε γιατί έβλεπε ότι έμοιαζε να ξέρει πού πήγαινε. «Γι’αυτό ήρθα: για να σου πω για τον Νορβάλη’μορ και για τις ομοσπονδίες, επειδή μπορείς να μας βοηθήσεις εναντίον του. Αλλά πρώτα πρέπει να τους ξεφύγουμε. Και νομίζω πως είμαστε τυχεροί, Λύκε. Εδώ πέρα υπάρχει ένα ιδανικό μέρος. Αμφιβάλλω, μάλιστα, ότι ακόμα κι οι μάγοι του Νορβάλη θα μπορούν να μας εντοπίσουν εκεί.»

«Τι μέρος; Πώς ξέρεις εσύ αυτή την πόλη, Σκαρλάτε; Ερχόσουν όταν υπηρετούσες την Επανάσταση;»

«Ναι, είχα περάσει κάμποσες φορές–»

«Υπήρχε κρυφή βάση της Επανάστασης εδώ; Βάση που μπορεί ακόμα να μας–;»

«Όχι, δεν υπήρχε βάση. Αλλά δεν βλέπεις πώς είναι αυτή η πόλη, Λύκε; Είναι άψογη για επαναστάτες, μέσα στις ομίχλες της.»

Ο Βασνάρος όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Σκαρλάτος είχε κάποιο δίκιο, όμως δεν μίλησε, αφήνοντάς τον να συνεχίσει· κι εκείνος είπε, ενώ βάδιζε σαν να ήξερε ακριβώς πού οδηγούσε τον Βασνάρο: «Πολλές φορές επαναστάτες είχαν κρυφτεί εδώ, όταν τους κυνηγούσαν πράκτορες της Παντοκράτειρας. Υπάρχει ένας ναΐσκος της Αρτάλης, μάλιστα, στη Χαμηλόνεφη ο οποίος λειτουργούσε ακόμα και κατά την περίοδο της Κατοχής, που οι ιέρειες της θεάς ήταν κυνηγημένες. Το πιστεύεις;»

«Τα πάντα είναι δυνατά...»

«Και υπάρχει κι ένας βωμός του Κάρτωλακ, γιατί οι περιοχές είναι άγριες και οι κάτοικοι κάνουν προσφορές στον Άρχοντα της Πλάσης.»

«Τι σχέση έχουν αυτά μ’εμάς τώρα;»

«Το σημαντικότερο, όμως,» συνέχισε ο Σκαρλάτος σαν να μην είχε μιλήσει ο Βασνάρος, «είναι ότι λίγο πιο έξω από τη Χαμηλόνεφη βρίσκεται ένας μικρός ναός της Λόρκης. Κι αυτό το μέρος είναι ακόμα καλύτερο για να κρυφτεί κανείς απ’ό,τι η ίδια η ομιχλιασμένη πόλη.»

«Γιατί;»

«Γιατί πρέπει να ξέρεις ακριβώς ποια σημάδια ν’ακολουθήσεις για να φτάσεις εκεί. Κι επιπλέον, βρίσκεται μέσα σε ενδοδιάσταση. Δεν εξηγείται αλλιώς η... παράξενη θέση του.»

*

Η Χαρίκλεια’σαρ κρατούσε το καθρεφτάκι της μπροστά της καθώς πλησίαζε τη Χαμηλόνεφη μαζί με τους τέσσερις μισθοφόρους. Παρατηρούσε πώς κινείτο η κόκκινη κουκίδα επάνω στο κάτοπτρο, ενώ διατηρούσε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως με λίγη νοητική προσπάθεια παρότι το μυαλό της ήταν αρκετά κουρασμένο ύστερα από μια ώρα συνεχούς εργασίας στο κέντρο ισχύος του μεταβαλλόμενου σκάφους.

Ο Σκαρλάτος πήγαινε προς τα ανατολικά, χωρίς να σταματά πουθενά. Έμοιαζε να θέλει να διασχίσει την πόλη και να βγει στους πρόποδες των βουνών.

«Από εδώ,» είπε η Χαρίκλεια’σαρ στους μισθοφόρους, αρχίζοντας να τους οδηγεί γύρω από τη νότια άκρη της Χαμηλόνεφης. «Αν βιαστούμε, θα βγούμε μπροστά τους.» Το έδαφος ήταν τραχύ κάτω απ’τα παπούτσια της, και σκέφτηκε ότι είχε κάνει ανοησία που δεν είχε φορέσει μπότες. Αλλά, βέβαια, δεν ήξερε πώς θα εξελισσόταν τούτη η καταραμένη υπόθεση! Νόμιζε ότι θα τελείωνε γρήγορα: ότι ο Σκαρλάτος, η Σερφάντια, και ο Βασνάρος θα σκοτώνονταν στον Σοβαρό μέσα στην έκρηξη. Η Χαρίκλεια απλώς περίμενε εκεί κοντά μαζί με μερικούς μισθοφόρους για να βεβαιωθεί, για να πλησιάσει μετά και να δει τα πτώματά τους, να τα φωτογραφίσει με την κρυφή φωτογραφική μηχανή μέσα στο δαχτυλίδι της. Ο Νορβάλης’μορ θα ήθελε, σίγουρα, αποδείξεις ότι ήταν νεκροί, και η Χαρίκλεια σκόπευε να του τις φέρει.

Έχοντας τελειώσει με τον ενοχλητικό Σκαρλάτο και τη Μαύρη Δράκαινα, θα πετούσε για Άντχορκ ώστε να αναφέρει την επιτυχία της στον Νορβάλη και να γίνει πιο σημαντική στα μάτια του απ’ό,τι ήδη ήταν. Οι δύο αντίπαλές της – η Χοαρκίδα’χοκ και η Τζακλίν’νιρ – θα υποβιβάζονταν κατευθείαν ύστερα από μια τέτοια επιτυχία της Χαρίκλειας. Ο Νορβάλης είχε μάθει για τα σχέδια της Αρχόντισσας της Ύγκρας και ήθελε πολύ να τα χαλάσει. Η Χαρίκλεια θα του έδινε αυτή τη νίκη. Ο Σκαρλάτος ήταν πολύ σημαντικός πράκτορας των πολιτικών εχθρών του.

Η κατάσταση, όμως, είχε ανατραπεί. Ούτε ο Σκαρλάτος ούτε η Σερφάντια ούτε ο Βασνάρος είχαν σκοτωθεί όταν η βόμβα εξερράγη, και οι δύο άντρες εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί.

Σύντομα, σκέφτηκε η μάγισσα, θα το διορθώσουμε αυτό. Θα τους έφτανε ακόμα κι αν έπρεπε να διασχίσει δάση ολόκληρα – παρότι απεχθανόταν την ύπαιθρο. Γι’ακόμα μια φορά, παραλίγο να παραπατήσει πάνω σε μια πέτρα!

*

«Ποια ‘παράξενη θέση’ του;» ρώτησε ο Βασνάρος.

«Θα δεις.»

Πλησίαζαν την ανατολική άκρη της πόλης, όπου υπήρχε ένα χαμηλό ξύλινο τείχος. Σταμάτησαν πίσω από τη γωνία ενός σπιτιού, βλέποντας έναν πολιτοφύλακα να περνά μέσα στην αραιή ομίχλη, με το τουφέκι του στον ώμο κι ένα σπαθί να κρέμεται από τη ζώνη του. Φορούσε πέτσινο θώρακα και μεταλλικό κράνος.

«Υπάρχει πύλη κάπου εδώ;» ρώτησε ο Βασνάρος, που δεν μπορούσε να δει καμια πύλη.

«Όχι.»

«Θα σκαρφαλώσουμε;»

«Ναι.»

«Πάντα έτσι πάνε στον ναό της Λόρκης;»

«Συνήθως. Δεν θεωρείται νόμιμος από τις αρχές της πόλης. Φοβούνται τη Λόρκη.»

Ο Σκαρλάτος έτρεξε πρώτος προς το τείχος· φτάνοντας εκεί, πήδησε, πιάστηκε από την άκρη του, και τραβήχτηκε επάνω, καβαλώντας το. Ο Βασνάρος τον μιμήθηκε, νιώθοντας το σώμα του να διαμαρτύρεται, να πονά. Τελικά, σκέφτηκε, είχαν διαφορά αυτά τα δέκα χρόνια μεταξύ τους· είχαν μεγάλη διαφορά.

Ο Σκαρλάτος πήδησε απ’την άλλη μεριά του τείχους, και ο Βασνάρος τον ακολούθησε. Τα γόνατά του πόνεσαν, κι ο πόνος διαπέρασε τη μέση κι ολόκληρη τη ράχη του. Μούγκρισε, παραπάτησε.

Ο Σκαρλάτος τον έπιασε. «Είσαι καλά, Λύκε;»

«Γέρος είμαι. Πάμε.»

Και καθώς βάδιζαν μες στην ύπαιθρο, προσέχοντας τις πέτρες, τα μπλεγμένα χόρτα, και τους θάμνους, ρώτησε: «Είσαι σίγουρος ότι ο μάγος δεν θα μπορεί να μας εντοπίσει στον ναό της Λόρκης;»

«Σου λέω, είναι ενδοδιάσταση εκεί. Τέτοιες ανιχνευτικές μαγείες, απ’ό,τι ξέρω, δεν μπορούν να σε βρουν όταν είσαι σε άλλη διάσταση.»

Ο Βασνάρος μούγκρισε καταφατικά. «Κι εγώ έτσι ξέρω.»

Μετά από λίγο, ενώ κι οι δύο προχωρούσαν σιωπηλά, ο Σκαρλάτος σταμάτησε απότομα. Ο Βασνάρος συνοφρυώθηκε. Είχε ακούσει κάτι; Κοίταξε τριγύρω, και προς τα νότια, όπου κοίταζε κι ο Σκαρλάτος, διέκρινε κάτι φιγούρες μες στη νύχτα. Πέντε πρέπει να ήταν.

«Οι άνθρωποι του Νορβάλη’μορ;»

«Μάλλον,» είπε ο Σκαρλάτος.

Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και ένας δυνατός φακός άναψε πάνω σ’ένα από τα τουφέκια που κρατούσαν οι μισθοφόροι αντίκρυ τους. Το φως έπεσε καταπάνω στον Βασνάρο και στον Σκαρλάτο. Χωρίς καθυστέρηση, έτρεξαν κι οι δύο μες στη βλάστηση, ανάμεσα στα δέντρα. Πυροβολισμοί αντήχησαν πίσω τους, θραύσματα ξύλου πετάχτηκαν, κομμάτια από φυλλωσιές αειθαλών δέντρων.

«Πολύ αργά,» είπε ο Βασνάρος, καθώς κρύβονταν πίσω από κάτι μεγάλους βράχους τυλιγμένους σε μούσκλια που η υγρή οσμή τους ήταν πολύ έντονη στα ρουθούνια του.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Σκαρλάτος. «Τώρα είμαστε κοντά. Το θυμάμαι καλά το μέρος.»

«Μες στη νύχτα;»

«Δεν έχω αμνησία, Λύκε.»

Ο Σκαρλάτος κινήθηκε γρήγορα, κι ο Βασνάρος τον ακολούθησε, μη μπορώντας παρά να τον θαυμάσει. Η μνήμη του πρέπει να ήταν εκ φύσεως καλή· ή πρέπει να την είχε αναπτύξει πολύ στα ταξίδια του, ώστε να θυμάται τους τόπους απ’όπου περνούσε. Με τόσες κρυψώνες, κατά την περίοδο της Επανάστασης, αυτό σίγουρα θα του ήταν χρήσιμο.

Τα πυροβόλα των εχθρών τους κροτάλιζαν ξανά, αλλά αστοχούσαν. Μες στη νύχτα και στην ομίχλη δεν ήταν εύκολο να πετύχεις δυο ανθρώπους που έτρεχαν.

Ο Σκαρλάτος κοίταζε τους βράχους γύρω τους και τώρα είπε: «Να το ένα,» αγγίζοντας μια μεγάλη πέτρα. Επάνω της ο Βασνάρος διέκρινε στο φεγγαρόφωτο ένα σημάδι χαραγμένο. Δε νόμιζε ότι το είχε ξαναδεί πουθενά αλλού.

«Τι είν’ αυτό;»

«Της Λόρκης,» εξήγησε ο Σκαρλάτος, καθώς συνέχιζαν να τρέχουν. «Δε χρησιμοποιείται μες στις πόλεις· οι περισσότεροι εκεί δεν το ξέρουν.»

Λίγο παρακάτω, άγγιξε μια άλλη μεγάλη πέτρα. «Το δεύτερο,» είπε, κι ακουγόταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του.

Πυροβολισμοί, αλλά τελείως άστοχοι.

Προχωρώντας γρήγορα, βγήκαν σύντομα ανάμεσα από τις πέτρες: βρέθηκαν σε μια περιοχή πολύ πυκνή σε αειθαλή δέντρα.

«Εξακολουθούμε να είμαστε στο σωστό δρόμο;» ρώτησε ο Βασνάρος.

«Ναι.» Ακουγόταν βέβαιος.

Πλάι σ’ένα δέντρο, γονάτισε και παραμέρισε το χορτάρι, αποκαλύπτοντας το κάτω μέρος μια πέτρας. Άναψε τον φακό πάνω στο ρολόι του και τη φώτισε, γιατί εδώ, μες στη βλάστηση, το φεγγαρόφωτο δεν έφτανε τόσο δυνατό. «Το τρίτο σημάδι.»

«Πόσα έχουμε ακόμα;»

«Άλλα δύο.» Ο Σκαρλάτος ορθώθηκε, σβήνοντας τον φακό στο ρολόι του. Βάδισε ξανά.

Ο Βασνάρος τον ακολούθησε. Πίσω τους δεν ακούγονταν πυροβολισμοί τώρα. Τους είχαν χάσει οι διώκτες τους; «Σου λένε προς τα πού να κατευθυνθείς; Σαν οδοδείκτες;»

«Ναι. Αλλά πολύ υποψιασμένοι οδοδείκτες, έχε υπόψη.»

Ο Βασνάρος δεν το αμφέβαλλε. Και καθώς προχωρούσαν μες στο δάσος είχε την αίσθηση ότι κάτι άλλαζε. Δεν μπορούσε να πει τι ακριβώς, αλλά ήταν σίγουρος γι’αυτό, όπως όταν είσαι σίγουρος ότι ονειρεύεσαι... Ωστόσο, καμια διαφορά στο περιβάλλον δεν διακρινόταν. Τα πάντα ήταν, κατά βάση, ίδια.

Ο Σκαρλάτος βρήκε το επόμενο σημάδι χαραγμένο στις πέτρες μιας πηγής που ανάβλυζε νερό. Το φώτισε με τον φακό του, δείχνοντάς το στον Βασνάρο. Τα σημάδια έμοιαζαν μεταξύ τους, παρατήρησε εκείνος. Το καθένα ήταν σαν μια ελαφριά παραλλαγή του άλλου.

«Κάτι έχει αλλάξει,» είπε.

«Είμαστε μες στην ενδοδιάσταση,» αποκρίθηκε ο Σκαρλάτος.

«Γι’αυτό δεν μας κυνηγάνε;»

«Πρέπει να μας έχουν χάσει, λογικά. Δεν είναι εύκολο να φτάσεις εδώ αν δεν ξέρεις πώς.»

Μετά από λίγο ακόμα βάδισμα πλησίασαν μια πέτρινη στήλη που ήταν γεμάτη διαφόρων ειδών λαξεύματα τα οποία έμοιαζαν ιερατικής φύσης. Ο Σκαρλάτος έψαξε κάπου στη μέση της και βρήκε το σημάδι που ήθελε – έμοιαζε κι αυτό με παραλλαγή των προηγούμενων, πρόσεξε ο Βασνάρος.

«Προς τα εκεί,» είπε ο Σκαρλάτος, και βάδισε χωρίς δισταγμό.

*

Η κόκκινη κουκίδα εξαφανίστηκε ξαφνικά από το καθρεφτάκι της – πράγμα... εξωφρενικό. Τι είχε συμβεί; Ο Σκαρλάτος δεν ήταν μάγος· δεν μπορούσε να της κρυφτεί με κάποιο ξόρκι. Το μόνο που δικαιολογούσε την εξαφάνιση της κόκκινης κουκίδας ήταν αν είχε σκοτωθεί, ή αν η Χαρίκλεια είχε χάσει τη νοητική της προσήλωση στο Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

«Τον χτύπησε κανένας σας;» ρώτησε τους μισθοφόρους.

«Ποιον;»

«Κάποιον απ’τους δυο τους.»

«Δε νομίζω, κυρία.» Και οι υπόλοιποι ένευσαν. Ένας άλλος είπε: «Δεν τους έχουμε πετύχει.» Και η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους πρόσθεσε: «Αλλά δεν φαίνονται πουθενά τώρα.»

Η Χαρίκλεια αναστέναξε. Ίσως να είχε χάσει την προσήλωσή της στο ξόρκι χωρίς να το καταλάβει. Δεν ήταν, άλλωστε, του τάγματος των Διαλογιστών· Ερευνήτρια ήταν. Φέρνοντας στο νου της το πρόσωπο του Σκαρλάτου, επανέλαβε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως έχοντας το βλέμμα της εστιασμένο στο καθρεφτάκι.

Τίποτα δεν έγινε. Σαν ο Σκαρλάτος να ήταν νεκρός, ή πολύ μακριά από εδώ. Αλλά ούτε το ένα μπορεί να συνέβαινε ούτε το άλλο.

Η Χαρίκλεια θα προσπαθούσε να εντοπίσει τον Βασνάρο, αλλά ήταν σίγουρη ότι θα αποτύχαινε. Δεν ήξερε την όψη του το ίδιο καλά. Τον Σκαρλάτο τον είχε μελετήσει κοιτάζοντας φωτογραφίες· και τον είχε συναναστραφεί και κάμποσες φορές στο παρελθόν, ειδικά όταν υπηρετούσαν την Επανάσταση. Τον Βασνάρο δεν τον είχε δει ποτέ από κοντά, και ούτε το είχε θεωρήσει απαραίτητο να μελετήσει φωτογραφίες του. Το ήξερε ότι θα συναντούσε τον Σκαρλάτο και τη Σερφάντια στον Σοβαρό επειδή είχε υποκλέψει την τηλεπικοινωνία μαζί του με Ξόρκι Τηλεπικοινωνιακής Υποκλοπής.

Αναστέναξε. «Πού τους είδατε να κατευθύνονται προτού εξαφανιστούν;» ρώτησε τους μισθοφόρους.

«Προς τα εκεί.» Ο άντρας φώτισε με τον δυνατό φακό επάνω στο τουφέκι του.

«Ναι...» μουρμούρισε η Χαρίκλεια’σαρ. Κι εκείνη προς τα εκεί τους είχε δει – μέσω του καθρέφτη της – να πηγαίνουν προτού εξαφανιστούν. «Και μετά;» ρώτησε τους μισθοφόρους. «Πού πήγαν μετά;»

«Δεν...» Ο άντρας με το τουφέκι κόμπιασε.

«Χάθηκαν,» είπε η μισθοφόρος, ανασηκώνοντας τους ώμους.

Ο μισθοφόρος που ήταν οδηγός/πιλότος και κρατούσε πιστόλι είπε: «Σαν τα σκοτάδια να τους κατάπιαν, κυρία.»

«Μπορεί να μας έχουν στήσει ενέδρα,» υπέθεσε ο άντρας με το τουφέκι.

«Αποκλείεται,» είπε η Χαρίκλεια. «Θα τους έβρισκα με τη μαγεία μου. Εκτός...» Ήταν δυνατόν ο Σκαρλάτος να είχε μαζί του κάποια συσκευή που μπλόκαρε ανιχνευτικά ξόρκια; Αν ήταν έτσι, τότε δεν θα μπορούσε να της κρύβεται για πολύ, μάλλον. Η συσκευή κάποια στιγμή θα ξόδευε τη μπαταρία της.

Αλλά ώς τότε ίσως ο Σκαρλάτος και ο Βασνάρος να είχαν απομακρυνθεί τόσο ώστε να είναι πέρα από την εμβέλεια του Ξορκιού Ανιχνεύσεως.

«Πλησιάστε το μέρος όπου εξαφανίστηκαν,» πρόσταξε η Χαρίκλεια’σαρ. «Με προσοχή.»

«Μια ηχοβομβίδα θα ήταν το καλύτερο, κυρία,» είπε ο μισθοφόρος με το τουφέκι.

«Ναι,» συμφώνησε ο πιλότος.

«Εντάξει,» ένευσε η Χαρίκλεια.

Η μισθοφόρος θηκάρωσε το πιστόλι της και τράβηξε μια ηχητική βόμβα από τη ζώνη της. Πάτησε ένα κουμπί επάνω της και την πέταξε προς τα εκεί όπου είχαν εξαφανιστεί ο Σκαρλάτος και ο Βασνάρος. Το ηχητικό κύμα έφτασε ώς την περιοχή όπου στέκονταν οι μισθοφόροι και η Χαρίκλεια’σαρ, αλλά πολύ ασθενικό, ανίκανο να τους βλάψει.

«Τώρα!» είπε ο πιλότος, και οι τρεις οπλισμένοι άντρες και η γυναίκα έτρεξαν καταπάνω στο σημείο όπου υπέθεταν πως ίσως να τους περίμεναν τα θηράματά τους.

Η Χαρίκλεια, με πιστόλι στο χέρι, τους ακολουθούσε σιωπηλά, προσεχτικά, νιώθοντας τις πέτρες άτσαλες και ενοχλητικές κάτω απ’τα λεπτά παπούτσια της.

Όταν έφτασε κοντά τους, ο πιλότος τής είπε: «Δεν είναι εδώ, κυρία.»

Φώτιζαν γύρω-γύρω, αλλά δεν τους έβλεπαν πουθενά. Σαν η ίδια η ύπαιθρος να τους είχε καταπιεί.


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share