Επεισόδιο #1               

Η ΜΙΚΡΗ ΛΥΚΑΙΝΑ

 

Έμοιαζε στον πατέρα της· ήταν πασιφανές. Και όσο μεγάλωνε, του έμοιαζε ολοένα και περισσότερο.

Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, όπως εκείνος, και πλούσια μαύρα μαλλιά. Τα μάτια της ήταν άγρια, και ήταν ατίθαση σαν κόρη της Λόρκης. Ορισμένοι, μάλιστα, είχαν αρχίσει από νωρίς να την αποκαλούν Κόρη της Λόρκης, όπως μερικές φορές αποκαλούσαν τον πατέρα της Γιο της Λόρκης.

Αυτό η μητέρα της, η Αριστέα, το θεωρούσε, το λιγότερο, προσβλητικό και είχε κατσαδιάσει συχνά ανθρώπους που είχε ακούσει να το λένε. Μια ιέρεια της Αρτάλης σαν εκείνη δεν ανεχόταν κάποιοι να φωνάζουν την κόρη της «Κόρη της Λόρκης» – της Ακατονόμαστης. Η Αριστέα προόριζε την κόρη της για να γίνει κι αυτή ιέρεια της Αρτάλης, στον ναό που η ίδια είχε φτιάξει στο Άπλωμα.

Αλλά η Βατράνια δεν δεχόταν εύκολα την κατήχηση του ιερατείου. Δεν ήταν μόνο παιδί της Αριστέας· ήταν και παιδί του Βασνάρου, του Τρελού Λύκου της Μέλβερηθ: πράγμα που όλοι έβλεπαν ξεκάθαρα. Και η Αριστέα το έβλεπε. Αλλά δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε να τη μυήσει σωστά στα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας του Ήλιου.

Η Βατράνια, από μικρή κιόλας, το έσκαγε από τον Ναό και τριγύριζε στο Άπλωμα και στις συνοικίες γύρω του – στη Σκιστή, στη Μαρμαρωτή· ακόμα και πέρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές, στο Σιδεράδικο, στους Συλλέκτες· ακόμα και προς τα νότια, στις παρυφές της Μέλβερηθ, όπου η πόλη τελείωνε. Η μητέρα της γινόταν έξω φρενών· φοβόταν για εκείνη· κι επιπλέον, δεν ήταν αυτός τρόπος για να συμπεριφέρεται μια δόκιμη της Αρτάλης!

«Εσύ φταις,» είπε στον Βασνάρο. «Εσύ φταις που πάει και τριγυρίζει!»

«Δεν της είπα εγώ να τριγυρίζει, Αριστέα. Της λέω να μη στεναχωρεί τη μητέρα της – μ’έχεις ακούσει.»

«Ναι αλλά ξέρει ποιος είσαι. Της λένε τις ιστορίες για σένα – για τον Τρελό Λύκο της Μέλβερηθ, για τον Αγωνιστή των Δρόμων, για τον – τον... Γιο της Λόρκης, μα το Φως της Αρτάλης!»

«Δε μπορώ ν’αλλάξω το παρελθόν μου. Και κάποτε δεν είχες πρόβλημα που ήμουν ο Γιος της Λόρκης, όταν έπρεπε να κρυβόμαστε από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας και–»

«Ξέρεις πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;»

«Δεν ξεχνάω τόσο εύκολα.»

Βρίσκονταν στα προσωπικά δωμάτια της Αριστέας, στην πίσω μεριά του Ναού της Αρτάλης, καθώς μιλούσαν, και κανείς απ’τους δυο τους δεν καθόταν.

Η Αριστέα αναστέναξε. Τον αγκάλιασε σφιχτά. «Ορισμένες φορές,» είπε, με το πρόσωπό της πιεσμένο στον ώμο του, «τα θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ορισμένες φορές... με πιάνει ακόμα και μια νοσταλγία γι’αυτά.» Γέλασε.

«Ναι, κι εμένα,» αποκρίθηκε ο Βασνάρος, γελώντας κι αυτός, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, που τα περισσότερα πλέον ήταν άσπρα. Ήταν πενήντα-εννιά χρονών, δυο χρόνια μεγαλύτερη από εκείνον. «Αλλά μην είσαι τόσο σκληρή με τη μικρή. Είναι μόνο δώδεκα ακόμα.»

Η Αριστέα τον άφησε από την αγκαλιά της. «Δώδεκα χρονών και τριγυρίζει σαν αλήτισσα,» είπε δυσαρεστημένα. «Δε θέλει να μείνει στον ναό.»

«Μου είχες πει πως δεν εξαναγκάζετε τις κόρες σας να γίνουν ιέρειες, αν δεν το επιθυμούν οι ίδιες.»

«Δεν την ‘εξαναγκάζω’, μα την Αρτάλη! Αλλά είναι, ούτως ή άλλως, πολύ μικρή για να ξέρει ακόμα τι πραγματικά θέλει!»

«Άσ’ τη, λοιπόν, να το βρει μόνη της.»

«Τα θηλυκά παιδιά ανήκουν στον ναό· σ’το είπα· το ξέρεις. Μην προσπαθείς να τη στρέψεις αλλού–»

«Δεν προσπαθώ να κάνω τίποτα.»

«Αλλά εξαιτίας σου τριγυρίζει και φέρεται σαν αλήτισσα. Δεν της λένε ιστορίες για σένα μόνο οι άλλοι που συναντά· κι εσύ τής λες ιστορίες από το παρελθόν σου!»

«Πατέρας της είμαι· τι να κάνω; να μην της πω ιστορίες, όταν μου το ζητά;»

«Πες της... πες της τα λιγάκι αλλαγμένα.»

«Δε θα της πω ψέματα, Αριστέα.»

Η Αριστέα χτύπησε, οργισμένα, το πόδι της στο πάτωμα. «Την εντυπωσιάζεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

«Δεν το κάνω επίτηδες.»

Η Αριστέα ήταν θυμωμένη μαζί του, και θύμωσε ακόμα περισσότερο όταν, μετά από τρία χρόνια, η Βατράνια έμπλεξε σ’έναν πολύ άσχημο καβγά με συμμορίες στα νότια άκρα του Απλώματος. Την έφεραν μελανιασμένη και ματωμένη στον ναό. Το αριστερό της μάτι ήταν πρησμένο και κλειστό, τα χείλη της σπασμένα· ο αριστερός της ώμος ήταν τραυματισμένος από μαχαιριά· κούτσαινε από τα δεξιά, έχοντας δεχτεί ροπαλιά στο γόνατο.

Η Αριστέα τρομοκρατήθηκε όταν τους είδε να τη φέρνουν έτσι στα σκαλοπάτια μπροστά στην είσοδο του ναού, μες στη νύχτα. Κάλεσε τηλεπικοινωνιακά μια γιατρό την οποία ειδοποιούσαν οι ιέρειες όταν είχαν προβλήματα.

Προτού έρθει η γιατρός, ο Βασνάρος ήταν εκεί, κατεβαίνοντας από το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου όπου έμενε, απέναντι απ’τον ναό (γιατί δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με τον νομοκάνονα της Αρτάλης, να κατοικούν άντρες στον ναό μαζί με τις ιέρειες, παρά μόνο σε μεγάλη ανάγκη). «Είσαι καλά, μικρή;» ρώτησε τη Βατράνια, γονατίζοντας δίπλα της καθώς εκείνη ήταν καθισμένη στα σκαλοπάτια του ναού.

«Ναι,» αποκρίθηκε η κόρη του. «Έπρεπε να δεις τους άλλους τι έπαθαν, μπαμπά.»

Ο Βασνάρος σκούπισε, μ’ένα μαντήλι, το αίμα από τα χείλη της· και τα πίεσε προς τα πάνω ελαφρώς, για να δει τα δόντια της: δεν έμοιαζαν σπασμένα.

Η Αριστέα τον αγριοκοίταζε, στεκόμενη παραδίπλα με τα χέρια της στη μέση.

Ο Βασνάρος στράφηκε στους τρεις που είχαν φέρει την κόρη του εδώ: δυο νεαρούς κι έναν μεγαλύτερο άντρα τον οποίο γνώριζε· ονομαζόταν Μωρίλλος κι ανήκε σε μια μικρή συμμορία του Απλώματος – τα Ελατήρια. «Ποιοι το έκαναν αυτό;»

«Ήταν μπλεγμένοι πολλοί στη φασαρία, Βασνάρε,» αποκρίθηκε ο Μωρίλλος. «Μέλη των Σιγοκούδουνων ήταν που τη χτύπησαν, νομίζω.»

«Ναι, αυτοί ήταν,» είπε ο ένας απ’τους δυο νεαρούς – γεροδεμένος και γαλανόδερμος. «Τους κάναμε να φτύσουν αίμα,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας τον Βασνάρο όπως κανείς θα κοίταζε έναν ζωντανό μύθο.

«Αλλά ήταν κι άλλες συμμορίες εκεί,» είπε ο δεύτερος νεαρός.

«Γιατί έγινε η φασαρία;» ρώτησε ο Βασνάρος.

Αργότερα, όταν η γιατρός είχε έρθει, είχε κοιτάξει τη Βατράνια (λέγοντας πως δεν είχε πάθει τίποτα το σοβαρό), και η Βατράνια πλέον κοιμόταν μέσα στον Ναό της Αρτάλης, η Αριστέα τσακώθηκε άγρια με τον Βασνάρο στο διαμέρισμά του στον δεύτερο όροφο της αντικρινής πολυκατοικίας.

«Βλέπεις τι έχεις κάνει; Παραλίγο να τη σκοτώσουν!» φώναξε, χτυπώντας το χέρι της πάνω στο τραπέζι.

«Είναι πιο δυνατή απ’ό,τι νομίζεις, Αριστέα–»

«Τι μαλακίες είν’ αυτές που μου λες;» Σπάνια μιλούσε έτσι· σήμαινε ότι ήταν εκτός εαυτού. «Σκοπεύεις να την κάνεις σαν εσένα; Δεν είμαστε στην εποχή της Συμπαντικής Παντοκρατορίας! Δε θα την αφήσω να σκοτωθεί! Ούτε να γίνει αλήτισσα!»

«Μιλάς σαν εγώ να την έστειλα σ’αυτό τον καβγά!» Ο Βασνάρος είχε αρχίσει να τσαντίζεται.

«Της λες αυτές τις κωλοϊστορίες σου!»

«Οι ιστορίες μου δεν είναι αρκετές για να καθορίσουν την προσωπικότητά κάποιου, Αριστέα!»

«Δε θα τριγύριζε από δω κι από κει αν δεν ήταν κόρη σου! Θα έμενε στο ναό, όπως οφείλει μια δόκιμη–»

«Δεν είναι δικό μου φταίξιμο που είναι κόρη μου· είναι και δικό σου επίσης.»

Τα μάτια της Αριστέας ήταν γεμάτα οργή καθώς τον αντίκριζε, με το τραπέζι ανάμεσά τους. Στην αρχή ήταν σιωπηλή· μετά είπε: «Μίλησέ της, τότε. Πες της να μην τριγυρίζει· να μην κάνει παρέα με αλήτες· να μην φεύγει σαν κλέφτρα μέσα απ’τον ναό!»

Ο Βασνάρος δεν αποκρίθηκε.

«Δε θα της μιλήσεις;»

«Εντάξει,» είπε, «θα της μιλήσω.»

«Το υπόσχεσαι; Θα της πεις να–;»

«Σου είπα: θα της μιλήσω. Αρκετά, τώρα!»

Η Αριστέα αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε και, γυρίζοντας, έφυγε από το διαμέρισμα.

Ο Βασνάρος, πηγαίνοντας στο μπαλκόνι, την είδε να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας και να βαδίζει προς τον Ναό της Αρτάλης απέναντι. Ούτε εκείνου τού άρεσε που η Βατράνια είχε χτυπηθεί έτσι. Φοβόταν γι’αυτήν, φυσικά. Και, επανειλημμένως, της είχε τονίσει να προσέχει με ποιους έμπλεκε και πάντα να σκέφτεται δυο φορές προτού κάνει κάτι. Μόνο έτσι μένεις ζωντανός, της είχε πει. Νομίζεις ότι εγώ θα ήμουν τώρα εδώ αν πάντα δεν σκεφτόμουν κάτι δυο φορές προτού το κάνω; Αν και ήξερε πως δεν ήταν ακριβώς αλήθεια αυτό: συχνά είχε δράσει παρορμητικά στη ζωή του. Το γεγονός ότι ήταν ακόμα ζωντανός ίσως να σήμαινε απλά πως ήταν τυχερός. Ή Γιος της Λόρκης. Ωστόσο, ήθελε να κάνει τη μικρή να προσέχει, γιατί, παρότι οι καιροί δεν ήταν τώρα τόσο επικίνδυνοι όσο όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας αλώνιζαν τη Σεργήλη, εξακολουθούσαν να είναι αρκετά επικίνδυνοι.

Αλλά δεν θα την κρατούσε και μαντρωμένη, τη Βατράνια· δεν θα την κρατούσε κλεισμένη σ’ένα κλουβί, όταν εκείνη ήθελε να βγει και να εξερευνήσει την πόλη. Τι είδους γονιός θα ήταν αν το έκανε αυτό;

Τώρα, όμως, θα της μιλούσε αφού το είχε υποσχεθεί στην Αριστέα. Δεν ήταν παράλογο που η Αριστέα ανησυχούσε. Η Βατράνια θα μπορούσε νάχε πάθει και χειρότερα – πολύ χειρότερα – σ’έναν καβγά ανάμεσα σε τόσες συμμορίες. Δεν θάπρεπε να είχε μπλέξει ποτέ σε κάτι τέτοιο.

*

«Η γιατρός είπε ότι δεν είναι τίποτα σοβαρό,» του είπε η κόρη του, την άλλη μέρα, ενώ συζητούσαν καθισμένοι σ’ένα παγκάκι στο Κέντρο της Μέλβερηθ, μακριά από τα Απλώματα. Της είχε αγοράσει ένα μεγάλο παγωτό, το οποίο η Βατράνια κρατούσε με τα δύο χέρια και κάθε τόσο έγλειφε. Ήταν οι πρώτες ημέρες του καλοκαιριού, έκανε ζέστη, και στο Κέντρο είχε κίνηση: κόσμος βάδιζε, οχήματα περνούσαν βουίζοντας και μουγκρίζοντας, γρυποκαβαλάρηδες πετούσαν ανάμεσα και πάνω από τις ψηλές πολυκατοικίες φτεροκοπώντας.

«Θα μπορούσε, όμως, να ήταν σοβαρό,» αποκρίθηκε ο Βασνάρος. «Πρέπει να προσέχεις, Βατράνια. Δεν είχες καμια δουλειά να μπλέξεις μ’αυτούς. Το θέμα ήταν μεταξύ τους· άσχετο μ’εσένα.»

«Ο Ρίβης ήταν εκεί.»

Ο Βασνάρος ήξερε σε ποιον Ρίβη αναφερόταν. Έναν τύπο της συμμορίας των Τρεχάμενων. Ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από τη Βατράνια. Της άρεσε, δεν υπήρχε αμφιβολία. Αλλά ο ίδιος, παρότι ευγενικός μαζί της, δεν την προσέγγιζε για τίποτα περισσότερο· ήξερε ότι ήταν κόρη του Γιου της Λόρκης, και δεν ήθελε προβλήματα μαζί του. Και πολύ καλά έκανε· αν ο Βασνάρος καταλάβαινε πως εκμεταλλευόταν την κόρη του, θα τον κρεμούσε.

«Και λοιπόν;» ρώτησε τη Βατράνια.

«Απλά...» ανασήκωσε τους ώμους της, «ήθελα να βοηθήσω.»

«Ο Ρίβης είναι τριάντα χρονών. Μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, μικρή.»

Η Βατράνια έγλειφε το παγωτό της χωρίς να μιλά.

Ο Βασνάρος αναστέναξε κι αγκάλιασε τους ώμους της με προσοχή, γιατί ο αριστερός ήταν τραυματισμένος και επιδεμένος. «Μην το ξανακάνεις, εντάξει; Και να είσαι περισσότερο στον ναό με τη μητέρα σου. Σε θέλει εκεί. Να την ακούς.»

Η Βατράνια τον λοξοκοίταξε. «Εκείνη σ’έβαλε να μου το πεις αυτό;» Τα χείλη της ήταν όλο παγωτό.

Ο Βασνάρος δεν μπόρεσε παρά να γελάσει. Είναι πολύ έξυπνη, γαμώ τα πόδια της Λόρκης! σκέφτηκε. Δε μπορείς να την ξεγελάσεις.

«Μη γελάς, μπαμπά· μιλάω σοβαρά.»

«Κι εγώ. Να την ακούς τη μαμά σου. Σε αγαπά, και θέλει μόνο το καλό σου.»

Ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής, η Βατράνια είπε: «Δε θέλω να γίνω ιέρεια της Αρτάλης.»

«Αυτή η απόφαση είναι δική σου. Δες, σκέψου, και πράξε. Αλλά μη φεύγεις κρυφά από τον ναό και μην μπλέκεις σε καβγάδες ανάμεσα σε συμμορίες. Σύμφωνοι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Βατράνια, αποφεύγοντας όμως το βλέμμα του.

«Πάρε κι αυτό το βιβλίο να διαβάζεις όταν βαριέσαι.» Έβγαλε ένα βιβλίο από τον σάκο του. Ο τίτλος έγραφε Ένα Ταξίδι στο Πορφυρό Κενό· και από πάνω, στην κορυφή του εξωφύλλου: Νιρμόδος Καλοφυσίτης.

«Τα βαριέμαι τα βιβλία, μπαμπά.»

«Αυτό είναι το μεγαλύτερό σου ελάττωμα,» είπε ο Βασνάρος, που λάτρευε τα βιβλία· πάντα κουβαλούσε κάποιο μαζί του. «Αλλά το συγκεκριμένο αμφιβάλλω ότι θα το βαρεθείς. Επιπλέον, είναι συλλεκτικό. Το θέλω πίσω: να το προσέχεις.» Το άφησε στα γόνατά της.

Η Βατράνια τού έδωσε το παγωτό της, σκούπισε τα χέρια της σ’ένα μαντήλι, και άνοιξε το βιβλίο, ξεφυλλίζοντάς το. Κοίταξε τις εικόνες με ενδιαφέρον.

«Φωτογραφίες από το Πορφυρό Κενό,» της είπε ο Βασνάρος, «στα νότια, μακριά από εδώ, όπου η Σεργήλη τελειώνει.»

«Και το πιστεύεις ότι καράβια πετάνε εκεί;» Η Βατράνια κοίταζε μια φωτογραφία που έδειχνε μια κατακόκκινη απεραντοσύνη μέσα στην οποία αιωρείτο ένα πλοίο με πανιά και από πάνω και από κάτω.

«Είναι αλήθεια.»

«Είναι όπως τα αεροπλάνα;»

«Δε νομίζω ότι αεροπλάνα πετάνε στο Πορφυρό Κενό. Οι φυσικοί νόμοι του είναι διαφορετικοί. Διάβασε το βιβλίο και θα μάθεις κι άλλα.»

Ένας γρυποκαβαλάρης αερομεταφορέας, που τυχαίνει να περνά χωρίς πελάτη στη σέλα του γρύπα του, πέταξε λιγάκι πιο χαμηλά και ύψωσε το χέρι προς τον Βασνάρο. Εκείνος αντιχαιρέτησε, και ο αερομεταφορέας έφυγε.

«Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε η Βατράνια.

«Ένας γνωστός.»

Η Βατράνια χαμογέλασε. «Τους ξέρεις όλους στη Μέλβερηθ;»

«Ξέρω πολλούς. Αλλά οι περισσότεροι μού είναι, ομολογουμένως, άγνωστοι.»

Η κόρη του γέλασε.

*

Το βιβλίο δεν την κράτησε μακριά από τις περιπλανήσεις της στην πόλη. Όταν τα τραύματά της θεραπεύτηκαν, άρχισε πάλι να ξεγλιστρά από τον Ναό της Αρτάλης και να περιφέρεται, αγνοώντας τα καθήκοντα που της ανέθετε η μητέρα της. Και τώρα απομακρυνόταν περισσότερο από πριν. Έφτανε ώς το Κέντρο της Μέλβερηθ. Της άρεσε να βλέπει τα μεγάλα τρένα να πηγαινόρχονται στον Σταθμό από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είχε ακούσει πως ήταν ο μεγαλύτερος σιδηροδρομικός σταθμός σ’ολάκερη τη Σεργήλη!


 
Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο


Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share